Η ματωμένη κληρονομιά του Εμφυλίου

πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό…

έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος   

Μίλτος Σαχτούρης

”Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;” ερώτηση που στάζει φαρμάκι και προσβολή, ερώτηση-απειλή πάνω απ’ το κεφάλι ενός τετράχρονου παιδιού που παραδέρνει μέσα στη δίνη του Εμφυλίου, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί όλοι εκτονώνουν επάνω του τα σκοτάδια της ψυχής τους – αυτό το παιδί είναι η συγγραφέας του βιβλίου, η Δήμητρα Πέτρουλα: γεννημένη σ’ ένα χωριό της ορεινής Μάνης από οικογένεια Ελασιτών η οποία δολοφονήθηκε σχεδόν στο σύνολό της από τους Χίτες που δρούσαν τότε ανεξέλεγκτοι στην ελληνική επαρχία, επιβίωσε διά πυρός και σιδήρου και έζησε για να διηγηθεί τα πάθη μιας γενιάς που πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στην Ιστορία.

Η αφήγησή της ξεκινά με τη σοκαριστική περιγραφή της εν ψυχρώ δολοφονίας μπροστά στα μάτια της, το Γενάρη του ’46, της οικογένειάς της: μάνα, αδέρφια, θείοι και ξαδέρφια, ακόμα και ο σκύλος του σπιτιού πυροβολούνται, βασανίζονται, ξεκοιλιάζονται από τους Χίτες για να εκδικηθούν τον αντάρτη πατέρα της Δήμητρας, τον Σωτήρη Πέτρουλα. Όσοι από το σόι γλύτωσαν τη σφαγή πήραν τα βουνά, αφήνοντας τη μικρή να περιπλανιέται για μέρες ανάμεσα στα πτώματα και να κοιμάται αγκαλιά με το νεκρό της σκύλο. Όταν τελικά την περιμαζεύει μια θεία της από άλλο χωριό, το μόνο που έχει να της προσφέρει είναι ξύλο, προσβολές, κατάρες, περιφρόνηση – και ξοπίσω οι Χίτες να συνεχίζουν το αιματηρό τους έργο δολοφονώντας γυναικόπαιδα. Το κυνηγητό συνεχίζεται χρόνια ολόκληρα: από σπίτι σε σπίτι, από το χωριό στον Πειραιά, οικογένειες διαλυμένες και παιδιά ορφανά τρέχουν σαν τα  αγρίμια να σώσουν τις ζωές τους, με την ελπίδα ότι ανάμεσα στα κτήνη θα υπάρξει ένα λιγότερο κτήνος να τους δείξει έλεος….

Έχοντας διαβάσει αρχικά το βιβλίο στα σχολικά μου χρόνια και διαβάζοντάς το ξανά στην επανέκδοσή του το 2008 από τον Κέδρο -η οποία ήδη έφτασε τα 40.000 αντίτυπα σε πωλήσεις-, διαπίστωσα ότι η συγκίνηση που γεννά το κείμενο παραμένει είκοσι χρόνια μετά ίδια σε ένταση και σε βάθος, ενώ η δύναμη της χειμαρρώδους, σχεδόν ξέπνοης από σελίδα σε σελίδα αφήγησης, που γίνεται στην ντοπιολαλιά της Μάνης, σε τίποτα δεν μειώθηκε ούτε επηρεάστηκε από την αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και των λογοτεχνικών προτιμήσεων του αναγνωστικού κοινού. Κι αυτό γιατί η Δήμητρα Πέτρουλα δεν έγραψε λογοτεχνία, ξεκλείδωσε την ψυχή της κι έβγαλε στο χαρτί το ξέσπασμα, το παράπονο, το κλάμα που αναγκάστηκε σ’ όλη την τραυματική παιδική της ηλικία να το κρατάει κρυφό από φόβο αλλά και από πείσμα, γιατί δεν ήθελε οι διώκτες της να τη δουν να λυγίζει.

Το κείμενο έχει τη συναισθηματική φόρτιση της προσωπικής μαρτυρίας, αλλά και τη βαρύτητα του ιστορικού ντοκουμέντου, αφού όλα τα γεγονότα και τα πρόσωπα που μνημονεύονται είναι υπαρκτά, ενώ ο κατάλογος των 42 νεκρών μελών της οικογένειας Πέτρουλα στο τέλος του βιβλίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης των όσων η συγγραφέας περιγράφει. Εκείνο όμως που εκπλήσσει θετικά τον αναγνώστη είναι ότι, μέσα απ’ όλο αυτό το αίμα και τα βάσανα, η οπτική του βιβλίου είναι τελικά θετική και αισιόδοξη: δεν υπάρχει μίσος ούτε διάθεση εκδίκησης, μόνο ανάγκη για δικαίωση της μνήμης των νεκρών και ελπίδα ότι κανένα παιδί στο μέλλον δεν θ’ αναγκαστεί να βιώσει την ίδια φρίκη. Ίσως γιατί η Δήμητρα Πέτρουλα κράτησε για πάντα στο μυαλό της τα λόγια του πατέρα της: ”δεν θέλουν σκότωμα οι άνθρωποι, θέλουνε φτιάξιμο”.