Μια ταινία, ένα βιβλίο
Μια ταινία, ένα βιβλίο (και κάποιες σκέψεις)
Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από το 2015 και την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση που είχε συνταράξει την Ευρώπη. Από τότε η πολιτική όπως την ξέραμε έχει πάρει άλλες κατευθύνσεις. Η εμπειρία της πανδημίας του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 και η επικέντρωση στην ανάκαμψη των οικονομιών από τις συνέπειές της, που ακολούθησε, η ενεργειακή και περιβαλλοντική κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και, πιο πρόσφατα, ο πόλεμος του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, φαίνεται πως έχουν βάλει σε υποδεέστερη μοίρα ανθρωπιστικές αξίες, όπως η κοινωνική προσφορά και αλληλεγγύη, η επιδίωξη της ειρήνης, η διαφύλαξη της δημοκρατίας. Παρατηρούμε μια στρατιωτική κλιμάκωση με την αύξηση των εξοπλισμών, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των δαπανών για τη δημόσια υγεία και παιδεία, παράλληλα με μια εκρηκτική αύξηση των ανισοτήτων που ωθούν όλο και περισσότερους ανθρώπους στη μετανάστευση. Το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν είναι το μοναδικό θέμα που μας κάνουν να ξανασκεφτούμε μια πρόσφατη ταινία κι ένα μυθιστόρημα για τα οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω, αλλά ίσως η τομή τους.
Η ταινία
«Εγώ, καπετάνιος» (“Io Capitano”), του Ιταλού σκηνοθέτη Ματέο Γκαρόνε
Δύο ξαδέλφια από τη Σενεγάλη, ο Σεϊντού και ο Μαμάντου, φεύγουν κρυφά από τις οικογένειές τους για να δοκιμάσουν μια άλλη ζωή στην Ευρώπη. Ξεκινούν με το λεωφορείο από μια γειτονιά του Ντακάρ για τον Νίγηρα. Εκεί πληρώνουν έναν διακινητή που θα τους μεταφέρει, μαζί με πολλούς άλλους μετανάστες και πρόσφυγες, στη Λιβύη. Η ομάδα διασχίζει την έρημο. Κάποιοι δεν αντέχουν και σωριάζονται στο έδαφος. Ο Σεϊντού προσπαθεί να βοηθήσει μία γυναίκα, την παίρνει στην αγκαλιά του, της δίνει λίγο νερό από το παγούρι του. Αναγκάζεται να την αφήσει για να προχωρήσει. Λίγο πριν βγουν από την έρημο, στη Λιβύη, ο Μαμάντου συλλαμβάνεται και τα δύο ξαδέλφια χωρίζουν. Ο Σεϊντού κρατείται από (άλλους) διακινητές που υποβάλλουν τους μετανάστες σε βασανιστήρια για να τους αναγκάσουν να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους, προκειμένου να τους στείλουν χρήματα ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι. Ο Σεϊντού δεν υποκύπτει, εξάλλου έχει φύγει κρυφά, η μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του δεν ξέρουν πού βρίσκεται. Ένας μεσήλικας πρόσφυγας-συγκρατούμενός του τον παρουσιάζει ως βοηθό του στους διακινητές όταν εκείνοι αναζητούν εργάτες για διάφορες δουλειές. Πάνε μαζί και κτίζουν μια περίφραξη, έπειτα ένα σιντριβάνι, με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Ο Σεϊντού αποχωρίζεται τον φίλο του, που έχει προορισμό τη Νάπολη, δουλεύει παράνομα σε οικοδομή, ψάχνοντας παντού στην Τρίπολη τον Μαμάντου και τελικά τον βρίσκει, τραυματισμένο, αφού δραπέτευσε από τη φυλακή και οι δεσμοφύλακες τον πυροβόλησαν στο πόδι. Ένας μετανάστης-γιατρός του επιδένει το τραύμα. Ο Σεϊντού πρέπει να τον πάει σε νοσοκομείο, όμως τα δυο παιδιά δεν έχουν χαρτιά, αν πάνε στο νοσοκομείο θα τους συλλάβουν. Μόνη τους επιλογή είναι να φύγουν, το συντομότερο δυνατό, για την Ευρώπη. Κι εκεί, σε μια σύγχρονη Γη της Επαγγελίας, όπως προβάλλει στα μάτια τους, θα μπορέσουν (;) να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Σ’ αυτό το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, ο 16χρονος Σεϊντού θα αναλάβει τον μεγαλύτερο μέχρι τώρα ρόλο της ζωής του: να οδηγήσει ένα σαπιοκάραβο φορτωμένο ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ανάμεσά τους και μια ετοιμόγεννη, στην Ιταλία.
Το βιβλίο
Πολ Λιντς, «Το τραγούδι του προφήτη» (Paul Lynch, “Prophet’s Song”), μτφ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg, 2024
Η Άιλις μένει μόνη στη φροντίδα των τεσσάρων παιδιών της, όταν ο σύζυγός της, Λάρι, δάσκαλος και συνδικαλιστής, συλλαμβάνεται στη διάρκεια μιας πορείας. Σε μια Ιρλανδία του μέλλοντος το κόμμα Εθνική Ένωση βρίσκεται στην εξουσία και έχει επιβάλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι περιορισμοί εντείνονται και ο κλοιός σφίγγει μέρα με τη μέρα γύρω από την Άιλις, η οποία δεν φεύγει, όπως κάνουν (ή προσπαθούν να κάνουν) πολλοί άλλοι, γιατί δεν θέλει να αφήσει τον χήρο πατέρα της ο οποίος βρίσκεται στις αρχές της άνοιας. Έτσι, αρνείται πεισματικά την πρόταση της αδελφής της, που μένει στον Καναδά, να τη φυγαδεύσει. Απέναντι στην κρατική βία και καταπίεση υπάρχει αντίδραση. Οι αντάρτες φθάνουν στο Δουβλίνο. Η πόλη χωρίζεται σε τομείς που ελέγχουν οι μεν και οι δε. Τα σημεία ελέγχου των πολιτών, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά, πολλαπλασιάζονται. Πολλές συνοικίες δεν έχουν νερό, ηλεκτρικό ή έχουν, αλλά με διαλείμματα. Η αναζήτηση τροφίμων και μέσων επιβίωσης είναι η κύρια μέριμνα των κατοίκων. Η Άιλις, που είναι μοριακή βιολόγος, απολύεται από τη δουλειά της. Ο μεγαλύτερος γιος της, ο Μαρκ, που έχει κληθεί να παρουσιαστεί στον στρατό λίγο πριν κλείσει τα 17, φεύγει για να ενωθεί με τους αντάρτες. Το τρίτο παιδί της οικογένειας, ο 13χρονος Μπέιλι, τραυματίζεται και χρειάζεται νοσηλεία. Η Άιλις διασχίζει όλη την πόλη για να τον δει μέχρι που τον μεταφέρουν εν αγνοία της σε άλλο, στρατιωτικό, νοσοκομείο και το όνομά του δεν αναγράφεται πουθενά. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου η Άιλις με τα δυο παιδιά της, την έφηβη Μόλι και το μωρό Μπεν, βρίσκονται στον δρόμο για την έξοδο από τη χώρα, δίνοντας τα τελευταία τους λεφτά σε διακινητές, εγκαταλείποντας τα ελάχιστα που έχουν πάρει μαζί τους, για να επιβιβαστούν σε μια βάρκα που θα τους μεταφέρει απέναντι.
Η ταινία και το βιβλίο, αν και με διαφορετικό τρόπο, δείχνουν μια συνθήκη που γίνεται όλο και περισσότερο ορατή – γι’ αυτούς τουλάχιστον που δεν αποστρέφουν τα μάτια: όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονται να στερηθούν τα πάντα και να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς καμία βεβαιότητα σε μια άλλη χώρα.
Η ταινία τελειώνει προτού ο Σεϊντού και ο Μαμάντου να πατήσουν το πόδι τους στη στεριά‧ το βιβλίο, όταν η Άιλις και τα παιδιά της επιβιβάζονται στη βάρκα. Το μέλλον μένει ανοικτό. Ο Ιταλός σκηνοθέτης Ματέο Γκαρόνε επικεντρώνει στα πρόσωπα, στο αθώο, καλοσυνάτο βλέμμα του Σεϊντού, το ανυπόμονο του Μαμάντου, όπως ο Ιρλανδός συγγραφέας Πολ Λιντς, στη γυναίκα που αγωνίζεται να προστατέψει και να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά της. Οι ήρωές τους θα δεχτούν ανελέητα χαστούκια στις ελπίδες, τις προσδοκίες τους ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο έχουν μεγαλώσει και ζουν, η χώρα και οι θεσμοί της, στην περίπτωση της Άιλις, ο έξω κόσμος, στην περίπτωση του Σεϊντού και του Μαμάντου, θα τους στηρίξουν, θα τους βοηθήσουν να περάσουν όλες τις δυσκολίες. Είναι όμως αυτές οι ελπίδες και οι προσδοκίες, η πίστη στον άνθρωπο, που τους κάνει να προχωράνε. Ας αφήσουμε τις ιστορίες τους να αγγίξουν τις καρδιές μας.