Συνέντευξη με τη Χριστίνα Κανδιανοπούλου
Η Χριστίνα Κανδιανοπούλου, με αφορμή την κυκλοφορία των δύο μυθιστορημάτων της, «Όσα δεν είπαμε» και «Ο ίσκιος της πηγής», (εκδόσεις Λιβάνη), συνομιλεί με την Αφροδίτη Δημοπούλου και το Booktimes.gr.
Ας ξεκινήσουμε με ένα σύντομο πορτρέτο. Ποια είναι η Χριστίνα Κανδιανοπούλου και πώς ξεκίνησε η σχέση της με τον κόσμο της συγγραφής;
Τα μολύβια και το χαρτί ήταν πάντα στη ζωή μου. Στην εφηβεία μου έγραφα χιουμοριστικά κείμενα και στίχους. Για κάποιες δεκαετίες ξεγελούσα την ανάγκη μου ν’ ασχοληθώ με τη διήγηση ιστοριών επειδή ως φοιτήτρια και ως εργαζόμενη έγραφα εργασίες, αναφορές, σύνθετα κείμενα. Όταν η ζωή έφερε σημαντικές απώλειες και οριστικούς αποχωρισμούς, το μολύβι έγινε κερί. Έδωσε φως κι ανέσυρε μνήμες κι εικόνες. Άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα σαν να έπρεπε να εκπληρώσω ένα τάμα.
«Όσα δεν είπαμε» και «Ο ίσκιος της πηγής», δύο μυθιστορήματα που θα λέγαμε ότι όχι μόνο τοποθετούν τους χαρακτήρες στο ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά τους βάζουν να αναμετρηθούν μαζί του. Πώς και πότε ξεκίνησε αυτή η διαδρομή στο παρελθόν για εσάς; Τι πυροδότησε το ενδιαφέρον σας για τις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους;
Τα μυθιστορήματα είναι δύο αλλά η υπόθεση είναι μία και ενιαία. Πραγματεύεται ακριβώς αυτό που επισημάνατε: την αναμέτρηση του ατόμου με την Ιστορία όταν αυτή συμβαίνει. Όλοι μας ζούμε μέσα σ’ ένα δεδομένο χρονικά πλαίσιο που για τις επόμενες γενιές θα είναι Ιστορία, παρελθόν. Λίγοι όμως έχουν συναίσθηση της ευθύνης ή της συνεισφοράς του ρόλου τους στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η γυναίκα της δεκαετίας του ‘50 που εργάζεται έξω από το σπίτι, ο απεργός στην περίοδο της Κατοχής, τα προσφυγόπουλα που μεγαλώνουν σε νέα γη, διαμορφώνουν το παρελθόν των επόμενων γενιών. Μπορεί στο δικό τους παρόν να φαίνεται ότι παλεύουν για την επιβίωσή τους αλλά αυτή η επιδίωξη υπό τις εκάστοτε συνθήκες, τα εμπόδια που βρίσκουν και η εφευρετικότητά τους να τα ξεπερνούν, το αν θα πάρουν παράτολμες αποφάσεις, είναι η Ιστορία της κοινωνίας. Όσο για την ενασχόλησή μου με το παρελθόν νομίζω έχει να κάνει με αυτό το «τάμα» που όπως είπα είχα να κάνω. Οι πρώτες μνήμες που ήρθαν να με συναντήσουν ήταν οι διηγήσεις της γιαγιάς μου και η γαλήνια προτροπή της «κάποτε να τα γράψεις αυτά». Ήταν οι πρώτοι σπόροι που είχα στα χέρια μου. Ύστερα, με συνεπήρε η διαδικασία της έρευνας.
Πόσο εύκολο είναι να κρατήσει αποστάσεις ο συγγραφέας από τα ιστορικά γεγονότα ή από τις πολιτικές θέσεις των ηρώων του;
Είναι επιλογή του συγγραφέα αν θα τηρήσει αποστάσεις με τους ήρωές του και τις πολιτικές τους θέσεις ή αν θα φτάσει να ταυτιστεί μαζί τους. Η απόφαση είναι εύκολη, η τήρησή της είναι μια ακροβασία γιατί απαιτεί συνέπεια από την αρχή ως το τέλος. Προσωπικά θέλησα τα ιστορικά γεγονότα να οδηγήσουν το νήμα της πλοκής αλλά να μην καταπιούν τους ήρωες. Κι απ’ ό,τι μαθαίνω από τους αναγνώστες, κάποιοι αναγνώρισαν τη διαδρομή των προγόνων τους, κάποιοι την ιστορία των γονιών τους, ή τη δική τους. Επίσης, πολύ συνειδητά έμεινα στην αναφορά των βιαιοτήτων της περιόδου χωρίς να περάσω σε λεπτομερείς περιγραφές σκηνών βίας, ούτε σε καταγραφή ιστορικών λεπτομερειών. Η ελπίδα και η αισιοδοξία μέσα από στον πόλεμο και την καταστροφή είναι οι δυνάμεις που κάνουν τον κόσμο να προχωρά και το παρόν να γίνεται Ιστορία. Δεν αποκλείω σε κάποια επόμενη συγγραφική απόπειρα να οδηγηθώ σε άλλους δρόμους.
Τα δύο μυθιστορήματα συμπληρώνουν το ένα το άλλο, αλλά μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα. Πόσο δύσκολο ήταν να μην «προδώσετε» λεπτομέρειες του πρώτου βιβλίου κατά τη συγγραφή του δεύτερου;
Έζησα πολλά χρόνια μ’ αυτά τα πρόσωπα. Έγιναν η οικογένειά μου, οι γείτονές μου. Όταν εκδόθηκε το «Όσα δεν είπαμε» αισθάνθηκα ότι υπήρχαν εκκρεμότητες, ένα χρέος να πω την ιστορία της Καλλιρρόης, να αποκαταστήσω τον Αλέξανδρο στα μάτια των αναγνωστών. Γράφοντας τον «Ίσκιο της πηγής» δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να αποκαλύψω την δύναμη του Στράτου. Αρκέστηκα στην δυναμική του. Διάβασα το κείμενο ξανά και ξανά σαν αναγνώστης, αυτό με βοήθησε πολύ. Πρέπει να πω ότι έχω σταθεί πολύ τυχερή που την επιμέλεια των δύο μυθιστορημάτων ανέλαβε η Άντα Κασαπάκη. Ακόμα και να μου είχε ξεφύγει κάτι, το αλίευσε έγκαιρα!
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στο ιστορικό μυθιστόρημα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Τι έχει να προσφέρει, κατά τη γνώμη σας, το είδος στον σύγχρονο αναγνώστη;
Μπορώ να σκεφτώ πάρα πολλούς λόγους. Το παρελθόν διδάσκει. Και για όσους απεχθάνονται την καθαυτή μελέτη της εξειδικευμένων πεδίων όπως για παράδειγμα τη λαογραφία, το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να πυροδοτηθεί το ενδιαφέρον για την ιστορία των κοινωνιών και των πολιτισμών. Ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται λόγου χάριν σ’ ένα μεσαιωνικό μοναστήρι εκτός από την πλοκή, μας μαθαίνει κάτι για την εποχή, τον τρόπο ζωής στις μονές συγκεκριμένου δόγματος σε δεδομένο τόπο. Θυμάμαι πόσο με είχε απορροφήσει η «Λεπτή ισορροπία» του Rohinton Mistry που κάλυπτε χρονικά τη μετάβαση της Ινδίας από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία και το εύρος των πληροφοριών που δίνονται για τις παραδόσεις και την κοινωνία της χώρας. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ξενόγλωσσης λογοτεχνίας με μεγάλη απήχηση: ένα παιδί Ινδών μεταναστών που μεγάλωσε στον Καναδά γράφει για την χώρα καταγωγής του. Άλλη μια ανάγκη -του συγγραφέα αυτή τη φορά, να καταπιαστεί με τις ρίζες του.
Διαβάζοντας ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ο αναγνώστης ταξιδεύει στο χρόνο και αρκετές φορές και στον χώρο. Οδηγείται σε πεδία ασφαλή κι ανακουφιστικά ακριβώς λόγω της απόστασης. Ένα κείμενο που αγγίζει σύγχρονα θέματα ενδέχεται να μας κάνει να νιώσουμε άβολα, να ταυτιστούμε στο εδώ και τώρα με κάτι που ίσως δεν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε γιατί μας αφορά. Το ιστορικό μυθιστόρημα προσφέρει φυγή και καταφυγή.
Για τον συγγραφέα που γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το ενδιαφέρον έγκειται κυρίως στην έρευνα. Στις μέρες μας, οι πηγές είναι πιο προσβάσιμες, υπάρχουν ψηφιοποιημένα αρχεία, το διαδίκτυο. Μην ξεχνάμε δε και την στάση που πρέπει να τηρήσει απέναντι στα γεγονότα. Είναι μια πρόκληση από μόνη της.
Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;
Έχω συνήθως έναν πυρήνα ιστορίας που τον μελετάω, ερευνώ και πειραματίζομαι με τη φόρμα του κειμένου ακόμα και τη μεθοδολογία με την οποία θα δουλέψω. Αυτό το στάδιο διαρκεί αρκετά και είναι πολύ ουσιαστικό. Σε μια τέτοια περίοδο βρίσκομαι τώρα αλλά σύντομα θα ξεκινήσω τη συστηματική δουλειά.