«Ένα μυθιστόρημα δεν είναι παρά ο τάφος ενός έρωτα», γράφει, αλλά ειδικά αυτό εδώ το ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα (όπως οφείλει πια να είναι κάθε μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του) είναι πρωτίστως μια ερωτική προσφορά. Εκείνη έφτασε κι ο συγγραφέας-αγαπημένος οφείλει να συμμαζέψει για το χατίρι της τα κομμάτια του. «Το πένθος γυρίζει σε ανάσταση», το παρελθόν και το παρόν παραδίδονται ως η μοναδική πύλη για την αιωνιότητα με όλο τους το σκότος και όλο τους το φως.
Σε μια αφήγηση που θυμίζει νηφάλια μέθη, με όλο εκείνο το σαγηνευτικά σαν-μεθυσμένο-παραμιλητό. Ζώντες και τεθνεώτες, φίλοι και αγαπημένες, συγγραφείς και περιπλανώμενοι, ταινίες, μουσικές και βιβλία, δρόμοι και μπαρ ζωντανεύουν, ξαναπλάθονται οι λέξεις αλλιώς, αναποδογυρίζεται η στίξη, αποδεικνύοντας ότι ο χαμένος μας χρόνος είναι ο μοναδικός πια ξανακερδισμένος καιρός.
Η τρέλα του έρωτα, η ιερότητα της φιλίας, η αναγκαιότητα και καθημερινότητα της τέχνης κι αυτό το ατέλειωτο σπαταλιέμαι-διότι-έτσι-μοναχά-ζω-εγώ, ξαναπλάθουν, για όσους τη ζήσαμε, τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και αρχοντιά. Σε ένα κείμενο που είναι για τον συγγραφέα του ενδεχομένως και το πορτρέτο του, για τον αναγνώστη το έσοπτρο μιας κατακερματισμένης πια εποχής. Ο ρυθμός του ενδεχομένως και να είναι η χαμένη μας συνοχή.
Όλα αρχίζουν εκεί όπου λες ότι όλα κατέρρευσαν. Ως το σημείο του «να γίνεσαι, μέρα με τη μέρα, μια κεκτημένη ταχύτητα», όπου «ακόμα και τα βιβλία είναι σα να είχε γεράσει το βλέμμα μου όταν τα άνοιγα», αλλά επειδή ευτυχώς «σήμερα είναι η ανάσα και η αντάρα», ο Καρούζος, ο Βακαλόπουλος, η Γώγου, η Πατησίων και ο άνθρωπος που, όποια κι αν είναι η ερώτηση, είναι η απάντηση, είναι πάντοτε εκεί.
Κι η διαπίστωση, εκεί: «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία, η ζωή κυλάει και σαν και το αίμα εκδίκηση ζητάει, με ταχύτητες ιλιγγιώδεις κυλάει, άσε, πού να την προφτάσεις με λέξεις, δεν θα προκάμεις, για δες τι θυμάται ο άνθρωπος, άσε, άσε, και πάλι άσε, άσσε!, εκεί που δεν το περιμένεις έχει αλλάξει το σύμπαν σύγκορμο, έχουν έρθει τα πάνω κάτω, έχει κυλήσει ο τέντζερης δίχως να ʼβρει το καπάκι, έχει πάθει ο κόσμος όλος ψυχικό τραλαλά, τα άγρια ήρθαν τωόντι και τα ‘διωξαν τα ήμερα, η κλινοπάλη χάθηκε και θριάμβεψε η βιοπάλη, γάμησέ τα κι άφησέ τα, που λέγαμε παλιά, έχει πάρει το πάνω χέρι η αυθάδεια, έχει αλλαξοπιστήσει ο κόσμος όλος, έχουν χαθεί τα βινύλια κι απ’ τα καλύτερα σπίτια, έχει χαθεί ο κόκκος από τις ταινίες, εδώ που τα λέμε έχουν εξαφανιστεί, έχουν χαθεί, κι οι ίδιες οι ταινίες, ό,τι αγαπήσαμε χάνεται μες στα ερείπια μιας εποχής, κι ύστερα χάνονται και τα ίδια τα ερείπια, δεν θα υπάρχουν ούτε ωραία ερείπια…»
Και η αντίδραση, εκεί: «Εγώ ό,τι ήταν να πω το είπα και τώρα σιωπώ τύπου Σάλιντζερ, όχι, πάρε τον Πεντζίκη καλύτερα και τη Μήτσορα μαζί και αυτό είναι, αυτό. Η Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Δύναμης. Ή μάλλον Η Σκόρπια Αρχιτεκτονική της Δύναμης, ή, αν θες, η Σκόρπια Δύναμη της Αρχιτεκτονικής, μπα, καλύτερα Η Δύναμη της Σκόρπιας Αρχιτεκτονικής. Καλά, τέλος πάντων. Άσε».
Κι ένα βιβλίο που είναι τέχνη μαζί με ζωή, γραμμένο με λύσσα ζωής, μαγικό και μαγεμένο ταυτοχρόνως, στα χέρια μας. Κι ο χαμένος μας χρόνος, κι ο χαμένος μας τόπος, κι οι χαμένοι μας φίλοι, στις σελίδες του πάντα, εκεί.
Και «η ρήξη που είναι ευγένεια», ευτυχώς, εκεί.
Ένας αλλόκοτος, σαγηνευτικός, τελικά, «Διασυρμός» που είναι μια μεγάλη εκ βαθέων δημόσια εξομολόγηση, ένα γράμμα προς την αγαπημένη που ξεκινά από το πρόσωπο για να καταλήξει σε μια γενιά, στη ζωή.
Κλάμα και γέλιο και από έκπληξη σε έκπληξη, με την τοξίνη των λέξεων να σε κάνει κομμάτια και με τον συγγραφέα, ζογκλέρ, ταχυδακτυλουργό μιας ζωής. Για την ύψιστη τέχνη τελικά του να ζεις.