Η Μαρία Ιωάννου γεννήθηκε  το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Ηνωμένο Βασίλειο, με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, «Η γιγαντιαία πτώση της βλεφαρίδας» (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011) τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου και επιλέγηκε να συμμετάσχει στο φεστιβάλ Πρώτου Βιβλίου Βουδαπέστης και στο φεστιβάλ Διηγηματογραφίας Κικίντα στη Σερβία. Συχνά συνδυάζει έργα της με άλλες μορφές τέχνης, ενώ το 2013 ίδρυσε το φεστιβάλ εναλλακτικών λογοτεχνικών αναγνώσεων Σαρδάμ.

Από τα δεκαεννιά διηγήματα που περιλαμβάνονται στο «Καζάνι», τα οκτώ έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες, εφημερίδες και αλλού και ενδεχομένως η επιλογή τους από τη συγγραφέα να μην είναι τυχαία. Πρόκειται για τα διηγήματα «Το Ρόπαλο», «Έρημος», «Πάρτι», «Τρύπες», «Φοινικιές», “SINGER”, «Χείμαρρος», «αν είχα τίτλο θα ήμουν ΧΑΒΑΗ», ολιγοσέλιδα γενικά (ορισμένα μπορεί να είναι μερικές αράδες). Όμως και τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής κινούνται στις ίδιες ράγες: οι ήρωές τους είναι άνθρωποι ιδιαίτεροι, ενδεχομένως περιθωριακοί, που κινούνται στα όρια ή/και τα ξεπερνούν. Το κυρίως θέμα «κρύβεται» επιμελώς κάτω από τις λέξεις που εκφέρονται με άνεση και μέσα από τις περιγραφές των χώρων, των αντικειμένων κ.λπ., δημιουργώντας μια αρκετά σαφή εικονοποιία: μπορεί να είναι κάτι πολύ σοβαρό, όπως η ατεκνία στην «Προσωρινή ευτυχία ενός χαριτωμένου φόνου», οι (δύσκολες) σχέσεις με τη μητέρα («Σάρκα»), η αναπηρία («Καζάνι»), η ψυχική διαταραχή («Ψυγείο»). Όλα τα διηγήματα πραγματεύονται «δύσκολα» θέματα που η επιδέξια χρήση της γλώσσας μαζί με την εικονοποιία που αναφέραμε πιο πάνω ελαφραίνουν το (αντικειμενικά βαρύ) φορτίο τους. Πολύ ενδιαφέρον είναι ο επίσης ο έμμεσος σχολιασμός της κυπριακής πραγματικότητας, όπως στο «Τελευταίο λευκό μυρμήγκι», και διάσπαρτα σε άλλα διηγήματα της συλλογής. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ο δημιουργικός συνδυασμός διαφόρων μορφών έκφρασης και τέχνης που αποτυπώνεται και στην εικαστική παρουσίαση των διηγημάτων στην παρούσα συλλογή. Συναφής και η παιγνιώδης διάθεση (που είναι εμφανής και στους τίτλους), η οποία όμως δεν αναιρεί τη σοβαρότητα με την οποία η συγγραφέας καταπιάνεται με τη λογοτεχνία. Ο αναγνώστης που προσεγγίζει για πρώτη φορά τη γραφή της Ιωάννου, όπως η υπογράφουσα, θα βρει και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Παραθέτουμε εδώ το διήγημα Cactus Belli ως δείγμα γραφής που συνοψίζει πολλά πράγματα μέσα σε δύο μόλις σελίδες:

«ΔΥΟ ΚΑΚΤΟΙ.

Μια γλάστρα.

Δυο κάκτοι μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα σε μια γλάστρα, κλίνοντας ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά. Τρέφονται από την ίδια ρίζα. Όσο κι αν μεταβάλλεται το περιβάλλον τους, παραμένουν κάκτοι. Κι η γλάστρα γλάστρα. Όσο αντέχει. Όσο μπορεί. Δυο κάκτοι ερωτευμένοι. Οικειοθελώς. Όσο αντέχουν. Όσο μπορούν. Κι αγκάθια. Μυτερά μικροσκοπικά αγκάθια. Αμύνονται ενάντια στο πυκνό νέφος πίσσας και νικοτίνης, ενάντια στην επικίνδυνη συρρίκνωση της γλάστρας, ενάντια σε κουτσουλιές, ενάντια σε τοξικά, ενάντια στον ήχο τρυπανιών, καρακαξών και ανεξέλεγκτων αυτοκινητο-ραδιοφώνων. Δυο κάκτοι καταδικασμένοι. Να μην αγκαλιαστούν ποτέ. Για ευνόητους λόγους. Μεγαλώνουν αργά προς τα πάνω. Θέλουν να φτάσουν κάτι. Τη λάμπα με τα τσουρουφλισμένα μυγάκια; Τη ρυτιδιασμένη μπογιά της βεράντας; Την Αριζόνα; Τη Σαχάρα; Τα χείλη του Θεού; Τα  χείλη του γκρεμού; Μια γλάστρα. Μια γλάστρα. Χωρίς αυτήν οι δυο κάκτοι δε θα είχαν την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης. Μια αγάπη πλατωνική. Ένας πόλεμος εσωστρεφής. Χώρος λιγοστός. Ανεβαίνουν κι άλλο προς τα πάνω. Λεπταίνουν. Κάποια στιγμή μπορεί να μεταμορφωθούν σε οδοντογλυφίδες. Κανένας κάκτος δεν το θέλει αυτό. Χίλιες φορές καλύτερα η περιέργεια ενός παιδιού ή μια παραλίγο θανατηφόρα νεροποντή. Δυο κάκτοι βρικόλακες. Φοβούνται το νερό,  όπως πια φοβούνται τα ίδια τους τ΄αγκάθια. Κι η γλάστρα φοβάται. Το υπερβολικό τους βάρος. Το σώμα που γέρνει. Την ενοχλητική αίσθηση μιας τετελεσμένης σχέσης.

Κι αν είναι κανείς τυχερός, να δει μετά από χρόνια το θάνατο ενός κάκτου, θα δει μια γλάστρα να χάνει την ισορροπία της και να σπάει σε κομμάτια. Χώμα και ρίζες να πέφτουν πάνω και κάτω απ΄ το τραπέζι. Δυο κάκτους –σιαμαίους– σε οριζόντια θέση. Και μια αγκαλιά. Μια αιχμηρή αγκαλιά να τους λυτρώνει.»

Καλή ανάγνωση.