Το Foco d’ amor του Βασίλη Βασιλικού αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα εκείνου του είδους λογοτεχνίας που γράφεται για να αντέχει στις αλλαγές και τις αντιξοότητες κάθε εποχής, προσαρμόζοντας τα νοήματά του στις εκάστοτε πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συγκυρίες.
Με κεντρικό άξονα τον έρωτα δυο αντισυμβατικών ανθρώπων που ανάγονται εξαρχής σε σύμβολα για να εκφράσουν ιδέες και ατόφια συναισθήματα, ο συγγραφέας κατορθώνει να χαρτογραφήσει τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο των ηρώων του αλλά και το ανάγλυφο μιας ταραχώδους πολιτικοκοινωνικά εποχής, στην οποία οι άνθρωποι παρα-παίουν ανάμεσα στην προσαρμογή και στην ανάγκη της απόδρασης. Κοινωνικό φόντο, η εποχή της δικτατορίας όπως αυτή βιώνεται μέσα από τη σχέση των δύο ανθρώπων με τα αλλεπάλληλα ταξίδια τους στην Ευρώπη και από τα τοπία όπου τους ταξιδεύουν οι τέχνες που υπηρετούν.
Η σχέση τους με την τέχνη του λόγου και την τέχνη της ζωγραφικής αντίστοιχα τους χαρίζει μια ενόραση που εξασφαλίζει τη βαθύτερη διείσδυσή τους στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτός γίνεται συν τω χρόνω Εκείνη κι Εκείνη μεταμορφώνεται με τον τρόπο της σε Αυτόν, κατά την Πλατωνική θεωρία, αφομοιώνοντας ο ένας τον εαυτό και την ταυτότητα του άλλου για να μπορέσει να αποκτήσει την ανυπέρβλητη διάρκεια της αγάπης.
Ερέθισμα για κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα, ο θάνατος της γυναίκας, σαν υγρό φωτογραφίας που επιτρέπει να αποκαλυφθούν κρυφά έως τώρα ψυχικά τοπία, στιγμές και πληγές συγκεχυμένες και ασαφείς. Ο θάνατος αποκαλύπτει όσα συναισθήματα και όσες σκέψεις παρέμεναν βυθισμένα στο συναισθηματικό απροσδιόριστο που τυλίγει τις στιγμές εν τη γενέσει τους, δίνοντας την ευκαιρία για μια δυναμική εξελικτική επικοινωνία και γνωριμία των ζωντανών με τους νεκρούς.
«Υπάρχει χρόνος για να γνωριστούν που δεν τελειώνει με το θάνατο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βασιλικός. Το «διυλιστήριο του Καιρού» είναι αυτό που ετοιμάζει το καλύτερο απόσταγμα εμπειριών σε κάθε ανθρώπινη σχέση, αποδεικνύοντας πως άλλοτε κουβαλάμε μέσα μας το απολεσθέν αγαπημένο πρόσωπο και άλλοτε η απώλεια δρα αποστασιοποιημένα και τυραννικά, αναμοχλεύοντας την ανάγκη ενός αγγίγματος που είναι ανέφικτο να συμβεί.
Πρωταγωνιστής στα δύο τρίτα του βιβλίου είναι Αυτός, ο Σήφης όπως ονομάζεται σε δυο τρεις γωνιές του βιβλίου όλο κι όλο, ο άντρας που μετά τη διαχωριστική γραμμή του θανάτου μένει πίσω για να νοσταλγεί, να ξαναζεί, να ανασταίνει, να κατανοεί, να αποζητά το θάνατο για να ενωθεί ξανά με ό,τι σημαίνει για εκείνον αγάπη, να πληγώνεται, να θυμώνει για όσα δεν πρόφτασε να δώσει σ’ εκείνη, να γλυκαίνεται για την ελάχιστη ικανοποίηση που μπόρεσε να της προσφέρει, να περιμένει. Να περιμένει την αντάμωση όποτε και σε όποιο επίπεδο κι αν αυτή συντελεστεί. Να χτίζει μέσα του ελπίδα την ελπίδα ετούτη την πίστη. Να λαχταρά τα χαμένα, τώρα που το ποτέ είχε γίνει ποτέ πια… Να κάνει τον υπολογισμό μιας ζωής που έζησε και εκείνης που δεν έζησε, από δειλία, λάθος ή ενοχή.
Μετρ της γραφής, ο Βασίλης Βασιλικός πραγματώνει μια εξαιρετική ανατομία του ανθρώπινου πένθους και της ερωτικής απώλειας αραχνοϋφαίνοντας όλες τις λεπτές ψυχοσυναισθηματικές μεταπτώσεις του ανθρώπου που υποφέρει, παρακολουθώντας το πέρασμά του από τα κανάλια της απαισιοδοξίας και της απόλυτης συντριβής στην αίσθηση μιας απόλυτης δίχως φραγμούς συντροφικότητας και στο χτίσιμο της πίστης-γέφυρας ενός διηνεκούς ερωτικού θριάμβου.
H προσέγγιση του έρωτα, του πένθους και της ασάφειας μιας ρευστής ζωής που παίρνει το σχήμα των ιδεών που καθένας υποστηρίζει και της κοινωνίας που τον ωθεί να αντιδράσει ή να προσαρμοστεί, αποτελούν τους πρωτότυπους άξονες αυτού του βιβλίου που απέχει μακράν από τη ρηχή προσέγγιση μιας ρομαντικής ανθρώπινης σχέσης.
Κορυφαία σύμβολα του βιβλίου είναι οι βαλίτσες και τα καρφιά. Οι βαλίτσες οι οποίες υποδηλώνουν τη συνεχή ανάγκη φυγής του άντρα και την υποταγή της γυναίκας στο θέλημά του, και τα καρφιά στον τοίχο που εκείνη καρφώνει καθώς αυτός είναι αδέξιος. Το κάρφωμα των καρφιών αποτελεί μια βουβή κραυγή της ανάγκης της να αυτοπροσδιοριστεί και να αποκτήσει και να οριοθετήσει επιτέλους το δικό της χώρο.
Η σχέση τους εμφανίζεται εξιδανικευμένη μες στην απλότητα της καθημερινότητας και των κοινωνικών προβληματισμών που τους παρασύρουν στη δίνη τους, ωστόσο έχει όλα τα σημάδια της φυσιολογικής φθοράς που προκαλεί ο χρόνος: τη γνωριμία, την ανία, την αλήθεια, την απομυθοποίηση. Είναι μια σχέση αντισυμβατικά ρεαλιστική, που τη σώζει από το θάνατο η αλήθεια που καθένας τολμά να υπερασπίζεται δίχως ταμπού. «Η σχέση μας είναι κυρίως η απουσία της πλήξης, η έκρηξη της στιγμής», θα πει ο ήρωας χαρακτηριστικά, τυλίγοντας σ’ ένα ουτοπικό περίβλημα κάθε δράση και σκέψη του μυθιστορήματος.
Η λιτή μα καίρια αναφορά του Βασίλη Βασιλικού σε έναν απόστρατο του Βιετνάμ από την Ινδοκίνα, που κατοικούσε στο διπλανό διαμέρισμα του ζευγαριού των ηρώων του, αποτελεί κομβικό σημείο του βιβλίου για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η έννοια της πολιτικής και του πολέμου. Σε μια παράγραφο κατορθώνει να αποτυπώσει την κυνική αλήθεια που ωθεί τους λίγους στην επιλογή του πολέμου αδιαφορώντας για τη μοίρα των πολλών: «Τον κυνηγούσαν τα φαντάσματα όσων είχε σκοτώσει στη Σαϊγκόν όταν ήταν παντοδύναμος αποικιοκράτης… όταν πίστευε πως υπηρετούσε την πατρίδα, τα αφεντικά, αυτά που δεν αντάμωσε ποτέ στη ζωή του, γιατί δεν ζούσαν σ’ αυτή τη γειτονιά…»
Πλέκοντας τις πολιτικές, κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές αναφορές στον ερωτικό ιστό της ιστορίας του και αναπτύσσοντας έντονη εσωτερική δράση, ο Βασιλικός αποδεικνύει πως ακόμη και ο έρωτας καθορίζεται και περιχαρακώνεται μέσα στις πολιτικές συνθήκες της εποχής κατά την οποία ανθίζει, αποτελώντας εντέλει πράξη πολιτική. Ακόμη και ο τρόπος που αντιμετώπιζαν οι ήρωες τον θεσμό του γάμου καταμαρτυρεί ότι τα πρόσωπα του βιβλίου δεν κινούνται μέσα από τα πολιτικά όρια της εποχής τους, αλλά ακροβατούν πάνω και πέρα από τις πολιτικές και κοινωνικές οριοθετήσεις της. Όλη η δράση περιορίζεται στα δυο πρόσωπα, ενώ οι περιφερειακοί ήρωες είναι ελάχιστοι και εντελώς επικουρικοί, τονίζοντας ότι ο κόσμος όλος είναι αυτοί οι δύο.
Η νοσταλγική παρεμβολή περασμένων αλλά διόλου ξεχασμένων στιγμών, φιλτραρισμένη από την κρησάρα του χρόνου, προσδίδει στο βιβλίο το στίγμα της νηφαλιότητας ακόμη και σε περιγραφές που τείνουν να αποκαλύψουν διάθεση λυρισμού, καλά σμιλεμένου και αρχιτεκτονημένου μέσα από πρωτότυπα σύμβολα και συνειρμούς που γοητεύουν: «Η αγάπη είναι δυο άνθρωποι, ο μηχανοδηγός και ο θερμαστής που ρίχνει κάρβουνα με το φτυάρι στη μηχανή του τρένου κι ας γυρίζει προς τα πίσω ο καπνός, όσο εκείνο τραβάει μπροστά, ας γυρίζει η σκέψη στα παλιά, το τρένο ολοένα κατακτά τη δύσκολη στέπα».
Καθώς έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε που το Foco d’ amor γράφτηκε, διαβάστηκε, οπτικοποιήθηκε και πολυσυζητήθηκε, σ’ αυτή την επανέκδοσή του από τις εκδόσεις Τόπος μας χαρίζει ένα άρωμα νοσταλγικό και μια νέα δυνατότητα προσέγγισής του, ιδωμένη υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης που πλέον στιγματίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Καταδεικνύει μέσα από τη σαγηνευτική εκφορά του λόγου του πως έργα τέτοιου βεληνεκούς δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν από τον οδοστρωτήρα της νέας τάξης πραγμάτων, καθώς το υλικό τους είναι η σκέψη και η ψυχή, ύλες πυράντοχες, αέναες και αναλλοίωτες.