«Χρόνους πολλούς μας πολεμάν

κι ανάσα δεν επήραμαν.

Και κάθε γινομένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά!»

(Σελ. 93  – Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη, από τη συλλογή «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας»)

Ο Βορειοηπειρώτης συγγραφέας Θωμάς Στεργιόπουλος,  από το χωριό Γράβα των Αγίων Σαράντα, σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, και από το 1991 διαμένει και εργάζεται στην Ελλάδα ως παθολόγος γιατρός. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία και λαογραφικά δοκίμια, ενώ έχει μεταφράσει έργα Αλβανών και Ελλήνων συγγραφέων στα ελληνικά και στα αλβανικά αντίστοιχα.

Στο εν λόγω βιβλίο, «Άνθρωποι», ο συγγραφέας παρουσιάζει δέκα «πορτρέτα» ανθρώπων από τη Βόρεια Ήπειρο, οι οποίοι αγωνίζονται για τον ελληνικό πολιτισμό και τη διατήρηση της ελληνικής παράδοσης στη Βόρεια Ήπειρο, ο καθένας μέσω της ιδιότητας που διατηρεί. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου: «”Η ανθρωπογεωγραφία” του βιβλίου εκτείνεται απ’ τη Χιμάρα στα Ριζά κι απ’ τη Δερόπολη στα Πωγωνοχώρια: Όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα, η πραγματική πατρίδα μας. Κατά κάποιον τρόπο, οι προσωπογραφίες αυτές αποτελούν μια μικρή πινακοθήκη του βορειηπειρώτικου ελληνισμού κι ένα χρονικό των τελευταίων εβδομήντα χρόνων του τόπου μας, μιας εποχής κατά την οποία δοκιμάστηκαν οι ρίζες μας, η αντοχή και οι δεσμοί μας με τον εθνικό κορμό»(σελ. 7).

Στο αφήγημα «Σπύρος Λίτος» παρουσιάζεται ένας επιφανής Έλληνας γιατρός: «Ο γιατρός είχε αναλάβει δύσκολο έργο: να μας προσφέρει εκείνο που όλοι λαχταρούσαμε, κι είχε γίνει χίμαιρα στη ζωή μας: το ελληνικό βιβλίο, που στη σοσιαλιστική Αλβανία κυνηγιόταν σαν τα καταραμένα πουλιά» (σελ. 10). Στο αφήγημα «Ο Αναστάσης Κουρεμένος επέστρεψε στη Δερόπολη» βλέπουμε ακόμη έναν ήρωα που αγωνίζεται να διατηρήσει και να διαδώσει την ελληνική παιδεία σε ένα καθεστώς δικτατορικό. Ακολουθεί ο Σπύρος Ντούνης, ο Χιμαραίος («Αφού αλώνισα την ελληνική μειονότητα κι έφτασα στο θλιβερό συμπέρασμα πως ευκολότερα έβρισκες ουράνιο, παρά ελληνικό βιβλίο, πήρα την απόφαση να σβήσω μέσα μου και την τελευταία αυταπάτη», σελ. 29),  ο Γρηγόρης Κατσαλίδας, ο δάσκαλος από τα Ριζά που έγινε λαογράφος («Το επάγγελμα του δασκάλου γινόταν κάθε μέρα και πιο άχαρο, πιο δύσκολο στον τόπο μας. Πώς να διδάξεις ελληνικά δίχως μια ραψωδία του Ομήρου, ένα τραγούδι του Παλαμά, ένα καλό ελληνικό βιβλίο;» σελ. 67), ο Νίκος Μπαλκόνης, ένας έφηβος με ασημένιο κεφάλι («Είχα μάθει απ’ έξω το Διάκο του Βαλαωρίτη, χίλιοι εκατό στίχοι, ακόμα τους θυμάμαι. Τι λεβεντιά που κρύβει μέσα του ο δεκαπεντασύλλαβος!», σελ. 87), ο Σπύρος Λάγιος («Και ποιος δεν πέρασε από κει. Ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο Ντριτερό Αγκόλη, ο Τζεβαΐρ Σπαχίου, ο Περικλής Γιοργκόνης… Για μας, τους ανθρώπους των γραμμάτων απ’ τη μειονότητα, το Ξαμίλι έγινε κυριακάτικη εκδρομή», σελ. 99), ο Νίκος Ζαρμπαλάς , ο Σπύρος Μάρης, ο Θανάσης Μπόλος, και ο Βασίλης Νίκας.

Ιστορίες και βιογραφίες ανθρώπων από τη Βόρεια Ήπειρο που κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ελληνική ταυτότητά τους παρά την καταπίεση που δέχτηκαν από εθνικιστές σε ένα δικτατορικό καθεστώς και την πίεση να απαρνηθούν την ελληνική τους παιδεία, την καταγωγή και τις παραδόσεις τους. Η γλώσσα ήταν η ασφάλειά τους. Η ελληνική μειονότητα μιλά για τα πάθη και τους αγώνες στα δύσκολα χρόνια του ολοκληρωτισμού, τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα.