Ο τίτλος και μόνο μας δημιουργεί ερεθίσματα και ερωτηματικά. Τι περιμένουμε; Ποιο είναι το είδος της λογοτεχνίας που υπηρετεί το βιβλίο. Ποιοι είναι οι ήρωές του; Ποια τα επίπεδα του έργου; Ποιοι οι συγγραφικοί στόχοι και ποια τα ερευνητικά ερωτήματα που λογοτεχνικά πραγματεύεται;
Πρώτο χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου είναι ότι διαβάζεται απνευστί και δεύτερο ότι μετακενώνει στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα ένα θέμα φαντασιακό το οποίο, ενώ ήταν αγαπημένο μοτίβο της δημοτικής ποίησης και εν γένει της παγκόσμιας λογοτεχνικής θεματολογίας διαχρονικά, στις μέρες μας έχει ατονήσει και δεν αποτελεί ιδιαίτερα προσφιλές ανάγνωσμα στον σύγχρονο μέσο Έλληνα αναγνώστη.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Η πρώτη απαίτηση που έχουμε από ένα λογοτεχνικό δημιούργημα είναι μια ιστορία. Για την ακρίβεια μια πρωτότυπη ιστορία που στις μέρες μας αντλείται κατά κύριο λόγο από τη ρεαλιστική πραγματικότητα. Έτσι αρχίζει και αυτό το βιβλίο. Με μια εξαπάτηση. Μας δημιουργεί αρχικά την εντύπωση πως θα διαβάσουμε μια ανάλαφρη καθημερινή αισθηματική ιστορία, από αυτές που κυριαρχούν στα ράφια των βιβλιοπωλών και στις ξαπλώστρες τα καλοκαίρια. Η ανατροπή που ακολουθεί όμως είναι ακριβώς το λογοτεχνικό τόλμημα το οποίο επιχειρούν οι δημιουργοί του, θέλοντας να συνταιριάξουν θεματικά υλικά ιδιαίτερα αντιφατικά μεταξύ τους. Μέσα σε ένα σκηνικό ρεαλιστικό εντάσσουν μεταφυσικές και φαντασιακές αναφορές, βασιζόμενοι στο διαχρονικό και συνάμα παγκόσμιο μοτίβο της στοιχειωμένης αγάπης, το ανεκπλήρωτο ιδανικό του αιώνιου ερωτικού δεσμού. Να λοιπόν πώς συναντιόνται παντού και πάντοτε στην τέχνη τα αρχέτυπα!
Το βιβλίο παίζει με το μυαλό του αναγνώστη, επιδιώκει μια ακροβασία ανάμεσα στο λογικό και το υπερβατικό, δοκιμάζοντας τα όρια και τις ενστάσεις του αναγνώστη. Ανεξαρτήτως λογοτεχνικότητας, πετυχαίνει να αγγίξει με έναν τρόπο αγνό ευαίσθητες συναισθηματικές χορδές που όλοι λίγο πολύ στις μέρες μας επιδιώκουμε να κρύβουμε επιμελώς από τους άλλους από το δέος απέναντι στη συναισθηματική μας έκθεση.
Παρά τις λιγοστές του σελίδες –θα το κατέτασσα στην κατηγορία της νουβέλας–, το βιβλίο εναλλάσσει μες στις λιγοστές του σελίδες το φυσικό με το μεταφυσικό, το λογικό με το παράλογο, το παρελθόν με το παρόν, το φως με το σκότος. Κατά κύριο λόγο είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται στα ανθρώπινα συναισθήματα με ύλη τη φαντασία. Τα συναισθήματα είναι το υλικό του και σε αυτά απευθύνεται χρησιμοποιώντας τα ως δίαυλο για τη μετάδοση των μηνυμάτων του, που δεν περιορίζονται στο νόημα της ουσιαστικής αγάπης και των ανθρώπινων σχέσεων αλλά και επεκτείνονται στις αξίες της ζωής, στην αλλοτρίωση των σύγχρονων ανθρώπων, τη μάστιγα του υλισμού, την κυριαρχία του φαίνεσθαι σε βάρος του είναι.
Με αρκετές πινελιές ρομαντισμού, οι οποίες δεν ολισθαίνουν ευτυχώς σε μελό καταστάσεις, οι συγγραφείς επιδιώκουν να μας υπενθυμίσουν το είδος εκείνο της αγάπης που είναι αιώνιο, ανιδιοτελές και αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο και το είδος εκείνο της ζωής που αξίζει να βιώνεται αναβαθμίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από ανώτερες αξίες.
Το πρώτο σκηνικό του βιβλίου στήνεται στο παρόν, με πρωταγωνιστές την Ελεάννα και τον Φίλιππο, ένα ζευγάρι υποταγμένο στα υπερκαταναλωτικά προστάγματα της εποχής. Με κριτήρια καθαρά υλιστικά το ζευγάρι είναι δεμένο δίχως το βάθος των συναισθημάτων που απαιτεί μια γνήσια ανθρώπινη σχέση. Εκείνος ενδιαφέρεται για την αντικειμενοποιημένη στα μάτια του Ελεάννα, όπως θα ενδιαφερόταν για έναν ακριβό πίνακα ζωγραφικής τον οποίο όμως θέλει στη συλλογή του δίπλα σε άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα, χωρίς το ενδιαφέρον αυτό να συνεπάγεται μοναδικότητα, αποκλειστικότητα και απόλυτη αφοσίωση. Εκείνη πάλι κλείνει τα μάτια στις προφανείς ενδείξεις της συμπεριφοράς του και παρότι αισθάνεται μόνη και ανασφαλής, υπομένει αυτή τη σχέση καλύπτοντας τις απαιτήσεις του κοινωνικού της προφίλ.
Η επιδερμικότητα των ανθρώπινων σχέσεων ίσως είναι το κυρίαρχο επιμύθιο αυτού του βιβλίου, δίχως να παραγνωρίζεται η απόπειρα μιας κριτικής προσέγγισης των τριών κεντρικών εμβληματικών ηρώων, δηλ. του ανθρώπου ο οποίος ουδέποτε ήρθε σε επαφή με τα συναισθήματά του και με ανώτερες αξίες και τον οποίο εκπροσωπεί ο Φίλιππος, εκείνου που συμβιβάστηκε προδίδοντας τις αρχές του, δηλαδή η Ελεάννα κι εκείνου που ανέκαθεν καθοδηγείτο μόνο από τις αξίες και τα συναισθήματά του, την ενσάρκωση του οποίου αποτελεί ο Έντουαρντ Μόρτον. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι άντρες ήρωες εμφανίζονται σκιαγραφημένοι με απόλυτες γραμμές, είναι ξεκάθαρα φωτεινοί ή σκοτεινοί, ενώ η γυναίκα ηρωίδα παραπαίει ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα, στον ορθολογισμό και τον ρομαντισμό, στην πληρότητα και την κενότητα, σαν να σχοινοβατεί στο μεταίχμιο μιας εξέλιξης που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί..
Οι συγγραφείς του βιβλίου περιγράφοντας τα συναισθηματικά κενά της εποχής, προλειαίνουν το έδαφος για την ένταση και το βάθος που θα επακολουθήσει στις ζωές των ηρώων κατά την αναδρομή στο παρελθόν, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου τους, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι εμπνέονταν από υψηλές αξίες και λειτουργούσαν με γνώμονα απαράβατες ηθικές αρχές. Έτσι, το δεύτερο σκηνικό του βιβλίου στήνεται σ’ ένα μακρινό σχετικά παρελθόν, στην εποχή του ηρωικού ελληνισμού του 1821, όταν ακόμη η ελευθερία, η αξιοπρέπεια και η εθνική υπερηφάνεια διατηρούσαν το νόημά τους. Σ’ αυτό το σκηνικό οι συγγραφείς αναπτύσσουν ένα ειδύλλιο του οποίου οι πρωταγωνιστές βιώνουν την υπέρβαση του σαρκικού έρωτα και υπερνικούν την ευτέλεια αυτής της εκδοχής του.
Ο φιλέλληνας Μόρτον σε αντιδιαστολή με τον Έλληνα αλλά εντέλει ανθέλληνα Φίλιππο Στασινό, και η ρομαντική Άννα σε αντιδιαστολή με τη συμβιβασμένη Ελεάννα, αποτελούν αντιφατικά ζεύγη που εξυπηρετούν τους ιδεολογικούς στόχους της Τζένης και του Κωνσταντίνου.
«Τι απασχολεί σήμερα τη ζωή σου;» θα αναρωτηθεί η ηρωίδα.
«Η καριέρα σου φυσικά. Πάνω απ’ όλα έχεις γίνει μια νευρωτική καριερίστα. Ενδιαφέροντα μηδέν. Ή μάλλον ξέχασα. Να ψωνίσεις μερικά νέα μοντελάκια. Κάποια καινούρια κοσμήματα κατά εποχή. Α… και φυσικά ένας άντρας. Και τι άντρας…. Αστραφτερό χαμόγελο, μεζονέτα στη Ν. Ερυθραία, ακριβό σπορ αμάξι και να κάνει ακριβά δώρα, μην το ξεχνάμε, είναι βασικό…».
Ήδη από αυτό το απόσπασμα δίνεται το στίγμα των εκφραστικών μέσων των συγγραφέων. Η γλώσσα τους είναι απλή, φυσική, ρέουσα και απέριττη με λίγα στοιχεία γλαφυρότητας τα οποία θα προτιμούσα να έλειπαν στο συγκεκριμένο θέμα. Η φυσικότητά της εξασφαλίζει μια ταχύτατη, σχεδόν κινηματογραφική ροή. Οι εικόνες εναλλάσσονται και θα καθήλωναν σε αρκετά σημεία με τη δυναμική τους, δίχως τις περιγραφές φυσικών τοπίων που παραπέμπουν στην παρωχημένη σχολή του Παρνασσισμού. Ωστόσο, η ζωντάνια των ηρώων και οι εγκιβωτισμοί του παρελθόντος τους πετυχαίνουν τον λογοτεχνικό τους στόχο, συμβάλλοντας ώστε τα πρόσωπα, παρά τις υπερβατικές ιδιότητες που διαθέτουν, να είναι απόλυτα καθημερινά, απτά και ρεαλιστικά.
Όντας επιφυλακτική απέναντι σε λογοτεχνικά έργα που είναι αποτέλεσμα συνεργασίας περισσότερων του ενός συγγραφέων, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της ανομοιογένειας του ύφους, αξιοσημείωτο είναι στο βιβλίο ότι σε κανένα σημείο του δεν παρατηρείται απώλεια της υφολογικής του ενότητας. Από την αρχή μέχρι το τέλος το βιβλίο είναι με τέτοιο τρόπο δουλεμένο ώστε δίνει την αίσθηση πως γράφτηκε από ένα και μόνο χέρι, αποδεικνύοντας πως μάνα και γιος κατάφεραν να μετατρέψουν τη μοναχική συγγραφική διαδικασία σε μια διαλεκτική συντροφική εμπειρία.
Πιστεύοντας πως αυτό το δίδυμο διαθέτει τα εχέγγυα της λογοτεχνικής ανιδιοτέλειας και της αφοσίωσης στον λόγο, στοιχεία που απαιτούνται για τη δημιουργία κάθε μορφής τέχνης, πιστεύω πως πέρα από την πρώτη τους λογοτεχνική δοκιμή έχουν τη δυνατότητα να εισχωρήσουν στο μέλλον σε κανάλια αυθεντικής λογοτεχνικής δημιουργίας.