Πλέοντας στ’ ανοιχτά

Μια παρέα φίλων από τότε που ήταν παιδιά, εγκαταλείπουν όλες τις δεσμεύσεις τους, ξαφνικά ένα καλοκαίρι, και ξανοίγονται στo πέλαγο μ’ ένα ιστιοφόρο. Είναι ο «άναξ ανδρών», κατά κόσμον Δημήτρης Χριστοδούλου, χημικός, ο αδελφός του Χρήστος, νευρολόγος, ο Γέρος (Νικηφόρος), καθηγητής πανεπιστημίου, ο Στάθης, άνεργος πορτιέρης και ο αφηγητής Νίκος, φιλόλογος. Εγκαταλείπουν ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και κυρίως τις οικογένειές τους, δηλ. μια σύζυγο που τον μισεί (ο Δημήτρης), μια άλλη που ασχολείται με την καριέρα της (ο Χρήστος), μια τρίτη που μάλλον αδιαφορεί έχοντας στρέψει τα θέλγητρά της σε έναν άλλο άνδρα (ο Νικηφόρος), μια που τον έχει χωρίσει προ πολλού παίρνοντας και τα παιδιά τους μαζί (ο Στάθης) και μια χαμηλών τόνων που όμως αφήνει να παρεμβαίνουν στη ζωή της η πατρική της οικογένεια και τα μεγαλοπιάσματά τους (ο Νίκος). Ξανοίγονται στο Αιγαίο οι φίλοι με τον «Θερσίτη» και καπετάνιο τον Δημήτρη, σε αναζήτηση της χαμένης τους νεότητας, για να ξανανιώσουν ζωντανοί εκεί λίγο πριν από τα πενήντα, αλλά και για να δοκιμάσουν να ξεκινήσουν από την αρχή, να ξαναγράψουν, αν γίνεται, το παρελθόν. Προορισμός η Ρόδος, εκεί όπου άρχισαν όλα, στην πενθήμερη εκδρομή της τελευταίας τάξης του σχολείου.

Το ταξίδι μοιάζει με μια επιστροφή  αλλά και με μια εκστρατεία. Πόσω μάλλον που οι εταίροι, όταν επιβιβάζονται στο «Θερσίτη», μαθαίνουν από τους αδελφούς Χριστοδούλου ότι πρώτα θα περάσουν από τη Μυτιλήνη όπου λογαριάζουν να κλέψουν την Ελένη, πρώτο έρωτα του Χρήστου, που τον εγκατέλειψε ενώ ετοιμάζονταν να παντρευτούν. Η (όχι πλέον μυθική) Ελένη κρατά το μίτο της σωτηρίας τους. Ή μήπως όχι;

Η ομηρική λέξη ανεμώλια θα πει «λόγια του ανέμου», λέει στην προμετωπίδα του μυθιστορήματος ο συγγραφέας. Όπως αυτά που λένε στο κατάστρωμα του σκάφους οι «εταίροι» του Ζουργού, αδειάζοντας το ένα μπουκάλι ουίσκι μετά το άλλο, καπνίζοντας αναρίθμητα τσιγάρα. Σκέψεις και σχέδια που έμειναν στη μέση και απαιτούν τώρα την εκπλήρωσή τους. Συναισθήματα και δέσιμο που έδιναν νόημα στη ζωή τους. Τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο, αλλά το όνειρο της φυγής, αντί να έρχεται πιο κοντά, όλο και ξεμακραίνει.

Τι να φταίει; Ότι δεν υπάρχουν πια βεβαιότητες, λέει κάπου ο κεντρικός ήρωας, βεβαιότητες όπως εκείνες με τις οποίες μεγάλωσαν (κι εκείνοι κι εμείς).. Ένα λίγο-πολύ σταθερό σχέδιο ζωής, για να υφάνουν, να προσθέσουν αλλαγές ή και να πετάξουν εντελώς. Άλλοτε υπήρχε αυτή η δυνατότητα: να ενσωματώσεις το καινούριο, ακόμα και το απρόβλεπτο, σε αυτό το σχέδιο και να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα από το οποίο να ξεκινήσεις, κανένα σημείο να πιαστείς αν στραβοπάτησες, καμιά δυνατότητα να πάρεις τη ζωή σου λάθος.

Μαζί με τον Ζουργό πλέουμε κι εμείς σε αυτή την ανοιχτή θάλασσα όπου αρμενίζουν οι ήρωές του. Τους συμπονούμε, ίσως και να συμπάσχουμε μαζί τους, άλλοτε πάλι μας θυμώνουν με τις αδυναμίες τους ή την έλλειψη υπευθυνότητάς τους. Μας βοηθούν τα φωτίσουμε το «μέσα μας» – κι αυτό είναι, ίσως, το καλύτερο δώρο που μπορεί να μας κάνει η ανάγνωση ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου.