Τρεις γυναίκες, μια ζωή

Πόσες ζωές χωράει η ζωή μας; Πόσες διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας είμαστε με διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικούς χρόνους; Πόσα εγώ, από το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, ξυπνάνε κάθε πρωί όταν ανοίγουμε τα μάτια μας στον κόσμο;

Πάνω σε αυτά τα ερωτήματα χτίζει η συγγραφέας και δημοσιογράφος Ελένη Γκίκα το θεμέλιο του μυθιστορήματος: διαλέγει τρεις γυναίκες, τρία εγώ, τρεις εκδοχές της γυναικείας ταυτότητας και πλέκει τις ζωές τους σε ένα υφαντό που τις ανιστορεί και τις συνδέει. Η γυναίκα του ανατολικού γραφείου, ζώντας ζωή χάρτινη μέσα στις σελίδες των βιβλίων που διαβάζει, μεταφράζει και γράφει, έχει απαρνηθεί τη συντροφικότητα, έχει αρνηθεί ένα παιδί. Η γυναίκα που έδωσε τον τίτλο του βιβλίου, εκείνη της βορινής κουζίνας, είναι ή πιο σωστά δείχνει γήινη και προσγειωμένη: μαγειρεύει σχεδόν μανιωδώς, θρέφει στόματα –παιδιά, άντρα, φίλους, συγγενείς– και διαβάζει λαθραία, θα έλεγα ενοχικά. Και η φασματική γυναίκα του δυτικού καθρέφτη δεν είναι μια γυναίκα που καθρεφτίζεται αλλά το πνεύμα μιας γυναίκας φυλακισμένο μέσα στον καθρέφτη. Είναι ασφαλής αλλά καταδικασμένη να βλέπει τις αντανακλάσεις των άλλων χωρίς εκείνοι να μπορούν τη δουν, υπαρκτή αλλά αόρατη. Μοιάζει να παρακολουθεί τις ζωές των δύο άλλων γυναικών και ταυτόχρονα να λειτουργεί σαν ένα είδος μυστικού αγωγού, που τις ενώνει και τροφοδοτεί τη μία με την ενέργεια της άλλης.

Οι γυναίκες του βιβλίου συνδέονται με δύο ακόμα τρόπους: μέσω της λογοτεχνίας (γράφουν, διαβάζουν ή «κατοικούν» στις σελίδες των βιβλίων) και μέσα από δύο άντρες τους οποίους μοιράζονται, χωρίς όμως να γνωρίζουν η μία την άλλη. Όμως, καθώς οι εποχές, τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούν στην εξέλιξη του βιβλίου, τα γεγονότα, τυχαία ή μοιραία, θα τις φέρουν κοντά ή μάλλον θα τους αποκαλύψουν ότι πάντα ήταν κοντά, σε διαφορετικά δωμάτια του σπιτιού-κελύφους. Από την αρχιτεκτονική αυτού του σπιτιού λείπει ο νότος κι αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τον αναγνώστη του βιβλίου: γιατί δεν κατοικεί καμία γυναίκα στα νότια δωμάτια; Προσπάθησα να δώσω μια ερμηνεία και κατέληξα ότι ο νότος συμβολίζει το καλοκαίρι, την ξενοιασιά, πιθανόν τη νιότη. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει στο κείμενο, οι ηρωίδες είναι γυναίκες στην ηλικιακή ωριμότητά τους. Η βόρεια ζει σε έναν συναισθηματικό χειμώνα που προσπαθεί να ζεστάνει με τους αναμμένους συνεχώς φούρνους της κουζίνας της, να δημιουργήσει μια άσβεστη εστία. Η δυτική, ζει στο φθινόπωρο, στην εποχή των σκιών και των φασμάτων, στο ημίφως μεταξύ των εποχών και των κόσμων. Η ανατολική, είναι εγκλωβισμένη για πάντα στην άνοιξη, σε μια παιδική ηλικία που ποτέ δεν ξεπέρασε ψυχολογικά, ίσως γι’ αυτό αρνείται τη μητρότητα – αν και θα γίνει έμμεσα τελικά μητέρα, αφού η ζωή έχει πάντα τον τρόπο να μας οδηγεί εκεί που είναι ο προορισμός μας, όσο κι αν αντιστεκόμαστε.

Η Ελένη Γκίκα με λόγο ποιητικό, γραφή συνειρμική όπως τα όνειρα και ύφος προσωπικό και μοναδικά δικό της, καταθέτει ένα κείμενο μπολιασμένο με τη λογοτεχνία που αγαπά, ένα κείμενο πυκνό με γεγονότα, συναισθήματα, σκέψεις και ψυχολογικές καταστάσεις, που όμως μοιάζει αέρινο και λεπτοκαμωμένο σαν δαντέλα ή σαν τις μαντλέν, τα αφράτα γαλλικά μπισκότα, που ετοιμάζει συνεχώς η γυναίκα της βορινής κουζίνας. Και για να πω την αλήθεια, αυτές οι μαντλέν που επανέρχονται ξανά και ξανά στις σελίδες με προβλημάτισαν: αισθανόμουν ότι η συγγραφέας μας έδινε ένα κλειδί αλλά δεν μπορούσα να βρω την κλειδαριά του. Ώσπου θυμήθηκα το σχήμα τους: αχιβάδα, δηλαδή κέλυφος, όπως και το σπίτι όπου «συγκατοικούν» εν αγνοία τους οι ηρωίδες του βιβλίου, το σπίτι που τις περικλείει. Ένα κέλυφος εύθραυστο όμως, που δεν μπορεί να τις προστατέψει από αυτό που συμβαίνει σε όλους μας είτε το θέλουμε είτε όχι: τη ζωή. Κι αυτό ακριβώς είναι η ζωή, ήδη από την πρώτη μας ανάσα: να μάθουμε να επιβιώνουμε χωρίς κέλυφος.