«Επάνω στην εφηβεία μας ήρθε η δικτατορία, τη στιγμή που θα βρίσκαμε τα δικά μας χαρακτηριστικά. Και τα ανέτρεψε όλα για μας. Δεν μπορούσαμε να πετάξουμε σε δικούς μας ορίζοντες ή, για να το πω απλά και χωρίς μεγαλοστομίες, δεν μπορούσαμε πια να τσακωθούμε με τους γονείς για δικές μας διεκδικήσεις. Είχαμε πέσει ξανά στην αγκαλιά τους σαν μωρά παιδιά, είχαμε γίνει ξανά σφιχτή οικογένεια, ενωμένη απέναντι στον εχθρό. Κι όπως χάθηκαν οι φίλοι, μίκραινε ο κύκλος, απλωνόταν ο φόβος, για χρόνια αυτή η κατάσταση μιας περίζωνε. Ήταν σαν να παγώσαμε σε ένα ταμπλό βιβάν τη στιγμή που παίρναμε φόρα για να μπούμε ορμητικά στην αληθινή ζωή» (σελ. 147)

Τέσσερις φίλες, συμμαθήτριες σε (ιδιωτικό) σχολείο είναι οι ηρωίδες του μυθιστορήματος της Άννας Δαμιανίδη  «Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο»: οι δύο από εύπορες οικογένειες, οι άλλες δύο από οικογένειες που τα βγάζουν πέρα ίσα ίσα. Από τις εύπορες, η μητέρα της μίας έχει φύγει από το σπίτι και έχει κάνει μια δεύτερη οικογένεια στην Αμερική. Η μητέρα της άλλης έχει χωρίσει πρόσφατα από τον σύζυγό της και πατέρα της κόρης της με την οποία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική. Αρχές της δεκαετίας του ’70, δύο καλοκαίρια και ένα φθινόπωρο: την τελευταία χρονιά του σχολείου, τα κορίτσια θα πρέπει να περάσουν τις εξετάσεις της Επιτροπής του Δημοσίου που αξιολογεί τα ιδιωτικά σχολεία για να πάρουν απολυτήριο και μετά, τον Σεπτέμβριο πια, τις εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο. Οι δύο, σε θεωρητική κατεύθυνση, οι άλλες δύο σε θετική.

Η διστακτική Αλίκη, η ατρόμητη Δάφνη, η αυστηρή Μαργαρίτα και η γλυκιά Λυδία περνούν την εφηβεία τους μέσα στη χούντα. Η Άννα Δαμιανίδη τους δίνει τον λόγο εναλλάξ ώστε να διηγηθούν την ιστορία από τη δική τους πλευρά. Προωθεί, έτσι, η κάθε μια την πλοκή, ενίοτε και με μυστικά που δεν ξέρουν οι άλλες.

Όλα απαγορεύονται – εκτός απ’ ό,τι περνά από τις ίδιες: τον έρωτα και τη διερεύνηση της σεξουαλικής επιθυμίας. Ο Χάρης, αδελφός της Δάφνης και τελειόφοιτος φοιτητής Ιατρικής, αναλαμβάνει να τις προετοιμάσει στα Μαθηματικά για τις εξετάσεις της Επιτροπής. Κι είναι κι ο Νεοκλής, ο καλόβολος φίλος της Λυδίας που ετοιμάζεται να τη ζητήσει από τον πατέρα της μόλις αποφοιτήσει. Ενώ, σε μια κοπάνα από το σχολείο για μπάνιο στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης, τα τέσσερα κορίτσια θα γνωρίσουν τον Δαμιανό.

Η Δάφνη έχει παράλληλα δύο εραστές, τον μουσικό και τον ποιητή. Η Μαργαρίτα  τα φτιάχνει «κρυφά» με τον Νικηφόρο. Η Αλίκη δεν έχει ακόμη χάσει την παρθενιά της, από παιδί είναι ερωτευμένη με τον Χάρη, που όμως δεν τη βλέπει ερωτικά.

Οι αγωνίες, τα άγχη, η καθημερινότητα, η παρέα και οι συζητήσεις με τις φιλενάδες και, βέβαια ,το ενδιαφέρον για τα αγόρια και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι στο κέντρο αυτού του μυθιστορήματος.

«Είχα περιέργεια, είχα μανία να γνωρίσω άντρες, να γνωρίσω τον εαυτό μου πώς αντιδρούσα στους άντρες; Ήταν επειδή δεν είχαμε αρκετή εξοικείωση και ήθελα να μάθω; Σκέτη φιλομάθεια; Ή, επειδή το σεξ απαγορευόταν, έπρεπε οπωσδήποτε να το καλλιεργήσουμε ταυτίζοντας κάπως την απαγόρευσή του με τη Χούντα, που απαγόρευε διάφορα, που απαγόρευε γενικώς;» (Δάφνη, σελ. 161-162).

«Στη βιτρίνα τα μπλουτζίν είχαν αλλάξει πάλι. Το τωρινό είχε κάτι μεγάλα κουμπιά αντί για φερμουάρ και γαζιά με κίτρινη κλωστή, Δίπλα είχαν βάλει μια κόκκινη πουκαμίσα με ίδιο χρώμα κέντημα μπροστά. Πόσο θα ήθελα να ντύνομαι έτσι, να κατεβαίνω τη Σκουφά με αυτά τα αεράτα ρούχα, αντί για το φορεματάκι με ζωνίτσα στους γοφούς που μου είχε ράψει η μαμά πρόπερσι και το θεωρούσε πολύ κομψό! Έσφιξα στο στήθος το σύμπλεγμα βιβλίων και τετραδίων που είχα δέσει με το ειδικό λάστιχο, γεμάτη λαχτάρα για τις μελλοντικές αεράτες, ελεύθερες βόλτες» (Αλίκη, σελ. 291-292).

«Είχαμε βρεθεί στο ίδιο μήκος κύματος όταν περπατώντας στην Αθήνα άκουγα γοητευμένη τις πολιτικές αναλύσεις του, και είχα νιώσει μερικές φορές την επιθυμία σαν ελαφρύ κύμα κάθε τόσο να σκάει επάνω μου ήρεμα και να με αφήνει. Δεν με είχε φλερτάρει, δεν με είχε φιλήσει, δεν είχε εκδηλώσει ποτέ κάτι πέρα από την ένταση της συζήτησης, και είχα συνηθίσει να τα διώχνω ήρεμα εκείνα τα κύματα της επιθυμίας. Τώρα που αποφάσισε να έρθει να με βρει, σαν να  βιάζεται ν’ απαλλαγεί από τα περίσσια υγρά και τις εντάσεις του, δεν μπορεί να γλιστρήσει στο σώμα μου κάτι που να μοιάζει με επιθυμία. Χρειάζομαι χρόνο κι αυτός δεν έχει» (Μαργαρίτα, σελ. 317) .

Η Δαμιανίδη εστιάζει στις ηρωίδες της και μιλάει για την εποχή με έναν έκκεντρο τρόπο: όπως ήδη από τις «Ξυπόλητες» (Διογένης, 1981), το πρώτο της βιβλίο, αλλά και στα υπόλοιπα βιβλία της, στα κείμενά της στη «Αυγή» και αργότερα στα χρονογραφήματά της στα «Νέα» και στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Ίσως οι ιστορίες της πράγματι ν’ αγγίζουν «υποδόρια και σιωπηλά» ( όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του τωρινού βιβλίου της) και τις (πολύ) νεότερες γενιές, πέρα από την περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου».

Ως συγγραφέας ξέρει πώς να κρατά το ενδιαφέρον: αφηγείται με χιούμορ, χρησιμοποιώντας αρχικά έναν επεξηγηματικό τόνο τον οποίο γρήγορα εγκαταλείπει αφού εξυπηρετήσει τον σκοπό του (να συνδέσει το πριν με το σήμερα) και παρεμβάλλει, όλο και περισσότερο καθώς ξετυλίγεται η πλοκή, ολοζώντανους διαλόγους, χαρίζοντάς μας ένα ευκολοδιάβαστο, «τόσο όσο» νοσταλγικό, καλοκαιρινό μυθιστόρημα, με εμφανή τη φεμινιστική κοινωνική και  πολιτική ματιά – και με ακονισμένη γραφή που φθάνει στο απόγειό της όταν αναφέρεται σε γεγονότα που καθόρισαν τη δική της γενιά.