Βάσανα της ψυχής και δραπέτευση στη φαντασία

Ο Σπύρος Γιανναράς γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Παρίσι. Εργάζεται στο πολιτιστικό τμήμα της εφημερίδας «Καθημερινή» και έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά «Διαβάζω», «Νέα Εστία», «Ευθύνη», «Επίγνωση» και «Εντευκτήριο». Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε το 2008 η πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Ο λοξίας».

Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τα έξι διηγήματα της συλλογής «Ζωή χαρισάμενη» είναι, ίσως, ότι πραγματεύονται καταστάσεις ακραίες. Ο ηδυπαθής μπλόγκερ που ανεβάζει ανελλιπώς στο διαδίκτυο τις περιγραφές (συνοδευόμενες από οπτικοακουστικό υλικό) των σεξουαλικών συνευρέσεών του και ο απατημένος σύζυγος που ανακαλύπτει ότι το εσωτερικό του κενό δεν έχει πάτο καθώς προσπαθεί να τον μιμηθεί («Το τεφτέρι και το μαχαίρι»), είναι ήρωες που τεντώνουν μέχρι τα άκρα τις εμμονές τους. Το ίδιο και ο  Τιτθόν («Βίος και πολιτεία του Ανδρέα Τιτθόν»), που, θέλοντας ν’ αυτοκτονήσει αν δεν αλλάξει ριζικά η ζωή του μέσα σε τριάντα ημέρες, γίνεται δολοφόνος για να «καθαρίσει» ο κόσμος από ανθρώπους που η ύπαρξή τους δεν προσθέτει τίποτα, κατά την άποψή του. Η υπερβολική αγάπη, φροντίδα και προστασία της μάνας του που μεταμορφώνει το Δημητράκη αφού εκπληρώσει όλα της τα όνειρα, στο ομότιτλο διήγημα, ξανά σε μωρό, έχει στοιχεία γκροτέσκο, ενώ η ιστορία του άνδρα που ανακαλύπτει ότι έχει την ικανότητα να μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζώα θυμίζει αρκετά τον Ιονέσκο – και όχι μόνο («Άνθρωποι και κτήνη»). Σε μια προσεκτικότερη ανάγνωση, ωστόσο, ο αναγνώστης ανακαλύπτει, πέρ’ από την άρτια χρήση της γλώσσας από το συγγραφέα, και άλλα στοιχεία κρυμμένα στο υπόστρωμα των διηγημάτων, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ανεπτυγμένα.

Ο μπλόγκερ προσπαθεί να λύσει τα –όποια- υπαρξιακά του προβλήματα, να διακριθεί, να υπερυψωθεί πάνω από τους άλλους και εν τέλει να επικοινωνήσει μαζί τους με τρόπο υπερβολικό και λανθασμένο. Γιατί, τι είναι το τεφτέρι που κρατά για τις ερωτικές του κατακτήσεις παρά μια «πένα» που φωνάζει «Εδώ είμαι!» για να την προσέξουν; Η επιθυμία για εξουσία και δύναμη, το μίσος για τους ανθρώπους, καθοδηγούν τον Ανδρέα Τιτθόν, από τη στιγμή που δεν βρίσκει τη δύναμη να στρέψει το όπλο στον εαυτό του. Στο όχι και τόσο πετυχημένο τέλος, κατά την άποψή μας, ωστόσο, βρίσκει κι αυτός το δήμιό του. Στο καλύτερο, κατά την υποκειμενική μας κρίση, διήγημα της συλλογής που διαθέτει αδιάπτωτη έμπνευση και ρυθμό, ο φύλακας του Εθνικού Κήπου συνεχίζει ν΄αναρωτιέται κάπου-κάπου αν θα μπορέσει κάποιος, κάποτε, να συμπονέσει και να λυτρώσει τους ανθρώπους από την αποκτήνωσή τους. Ενώ ο Δημητράκης με την τελευταία πράξη του εμβαπτίζεται στην ελευθερία. Στα άλλα δύο διηγήματα, τέλος, ένας παπάς που νομίζει πως βλέπει το καθαγιασμένο πρόσωπό του στα εικονίσματα, δέχεται το ηχηρό χαστούκι της πραγματικότητας («Ζωή χαρισάμενη»), ενώ το οικογενειακό τραπέζι στην κουζίνα όπου γύρω του ξεδιπλώνονται αναμνήσεις από στιγμές και ανθρώπους, θα γίνει το τραπέζι του νεκροτομείου που πάνω του κείτεται το άψυχο σώμα της μάνας του αφηγητή, με την υπόσχεση ενός Παραδείσου («Γύρω από το τραπέζι»).

Τα διηγήματα του Σπύρου Γιανναρά αφηγούνται περιπέτειες και βάσανα της ψυχής, είναι εκ πρώτης όψεως σκοτεινά και αγωνιώδη και ως επί το πλείστον αδιέξοδα. Γραμμένα σε εξαιρετικά πλούσια γλώσσα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ολοκληρωμένα, δίνουν μια όψη της σύγχρονης κοινωνίας και του αναστοχασμού της.