Όταν συγκεντρώνονται σημαντικοί άνθρωποι των Γραμμάτων στον ίδιο χωροχρόνο προκειμένου να ανταλλάξουν και να κοινοποιήσουν τα επιστημονικά πορίσματά τους ως εμπειρογνώμονες σε μία άτυπη τέχνη (της Κριτικής), το αποτέλεσμα είναι πάντοτε συναρπαστικό για τον επαρκή αναγνώστη (απ’ όποια οπτική γωνία κι εάν προσεγγίσει το γεγονός).

Ειδικά για όσες/όσους έχουν το πλεονέκτημα να ανατρέξουν σε αυτά τα συμπεράσματα μέσα από τις σελίδες ενός καλοτυπωμένου, άψογου, δελεαστικού στην ανάγνωση βιβλίου, μπορεί και να λειτουργήσουν ορισμένες φράσεις ως γνωμικά, μερικά αποσπάσματα ως διαρκείς παραπομπές σε λόγια σοφών ανθρώπων που ανάλωσαν τη ζωή τους στην πνευματική εργασία. Κι αυτό δεν είναι απλώς κάτι σεβαστό. Είναι ιερό!

Διαβάζουμε στον κοινό πρόλογο που υπογράφουν ο Γιάννης Μπασκόζος και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (στη σελίδα 10): «Η διοργάνωση του συνεδρίου είχε μεγάλη προσέλευση, φυσική και διαδικτυακή, ενώ οι εισηγήσεις προκάλεσαν περαιτέρω συζητήσεις με την ανάρτησή τους στον Αναγνώστη (www.oanagnostis.gr), αλλά και με την ευρύτερη απήχησή τους τόσο στην αναγνωστική κοινότητα όσο και στην εκδοτική αγορά. Καρπός αυτής της ζύμωσης μπορεί να θεωρηθούν και τα κείμενα των εισηγήσεων που περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο. Ας πούμε πως ήταν ένα συνέδριο αυτογνωσίας και πως το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή ιδεών, σκέψεων και προοπτικών για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας».

Ο «μεγάλος ασθενής» βέβαια είναι η ποίηση, που συγκεντρώνει το ερευνητικό ενδιαφέρον των μελετητών που έσκυψαν με περισσό ενδιαφέρον πάνω στα ενδιαφέροντα φαινόμενα της αξεδιάλυτης «περιρρέουσας ατμόσφαιρας».

Η κριτικός λογοτεχνίας Λίνα Πανταλέων αναρωτιέται: «Τι γλώσσα μιλάει η ελληνική πεζογραφία;» (σελίδες 43-49).

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ θέτει το ρητορικό ερώτημα «Η ζωή του συγγραφέα και ο θάνατος της λογοτεχνίας;» (σελίδες 67-72).

«Προϋποθέσεις για τη μελέτη και κριτική της κριτικής» ανιχνεύει η Βενετία Αποστολίδου (σελίδες 79-84).

Ενδιαφέρον το εκτενέστατο επιστημονικό πόνημα της Καθηγήτριας Τιτίκας Δημητρούλια με θέμα «Η διαδρομή της λογοτεχνικής κριτικής στον τύπο, 1974-2022. Ένα σύστημα σε εξέλιξη;» (σελίδες 85-117). Πικρές αυστηρές διαπιστώσεις, βασισμένες σε στατιστικά στοιχεία.

Ο κατεξοχήν Κριτικός Λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου μάς ξεναγεί στον λαβύρινθο ενός ομιχλώδους σκιώδους τομέα: «Τι είναι και τι μπορεί να θέλει η κριτική;» (σελίδες 129-134).

Ο ποιητής και διευθυντής τού λογοτεχνικού περιοδικού «Φρέαρ» Δημήτρης Αγγελής ομιλεί με θέμα «Ένας κύκλος χαμένων ποιητών; Περί μελαγχολίας και άλλων δεινών» (σελίδες 139-150).

Ο Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΕΚΠΑ και ποιητής Ευριπίδης Γαραντούδης θέτει τις «Βασικές ορίζουσες της σύγχρονης ελληνικής ποίησης» (σελίδες 151-158). Ιδιοφυώς σχολιάζει ειρωνευόμενος (θέτοντας τον εαυτό του ως παράδειγμα) την τεχνοκρατική ταξινόμηση των συγγραφέων στις περίφημες «λογοτεχνικές γενιές» (που δεν σημαίνουν τίποτα σημαντικό εν γένει).

Αλλά το καίριο ερώτημα το θέτει με καυστικό τρόπο η ποιήτρια και εκδότρια του περιοδικού «φρμκ» Κατερίνα Ηλιοπούλου στην εισήγησή της με θέμα «Η νέα ποίηση ως φύλακας της εμπειρίας αυτού που δεν μπορεί να καταστραφεί», όταν αναρωτιέται (στη σελίδα 167): «Γιατί “η ποίηση δεν μιλάει πια στους ανθρώπους”;» κι αφιερώνει σε αυτή την πικρή, πικρότατα, οδυνηρή αλλά αναγκαία για την αυτογνωσία μας διαπίστωση δύο καλοτυπωμένες σελίδες.

Στο σημείο αυτό οφείλω να πω ότι πραγματικά η «όψις» αυτής της καλαίσθητης έκδοσης ευνοεί την αναγνωσιμότητα των εξειδικευμένων εισηγήσεων, που διευρύνουν το στοχευόμενο κοινό τους και πέραν των ειδημόνων «παροικούντων τον Παρνασσό των Μουσών».

Αξιοσημείωτη η τελειοθηρική, τελεσφόρος, αποτελεσματική εργασία του Κωνσταντίνου Ι. Κορίδη στην συνολική επιμέλεια και του Σπύρου Κακουριώτη στις διορθώσεις.

Γιατί το Καλό πρέπει να λέγεται και να επαινείται αναλόγως…