Από τον τίτλο είναι ήδη σαφές: το σημείο αναφοράς είναι η Δύση. Από τον υπότιτλο είναι ακόμα σαφέστερο: πρωταγωνίστρια στα διηγήματα είναι μια χώρα, «Μια χώρα σε ιστορίες».

Η χώρα είναι η Βουλγαρία, ο χρόνος είναι τα 150 περίπου χρόνια της ύπαρξής της, από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν γεννήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία, μέχρι και τις αρχές του 21ου. Εκατόν πενήντα χρόνια σε οκτώ μόνο στάσεις, οκτώ διηγήματα.

Με μία μόνο εξαίρεση, τα διηγήματα είναι πρωτοπρόσωπα, γεγονός που δίνει εντονότερα την αίσθηση ότι πρόκειται για τον εσωτερικό μονόλογο του εκάστοτε πρωταγωνιστή. Με έντονη την παρουσία της ευρύτερης οικογένειας, παππούδες-γονείς-παιδιά, το χρονικό διάστημα που καλύπτεται σε κάθε διήγημα είναι ευρύ, και ξεπερνά κατά πολύ το διάστημα της ζωής ενός ανθρώπου.

Η Δύση είναι σημείο αναφοράς, ήδη προτού το «αγαπητό Κόμμα» παύσει να είναι στο επίκεντρο της ζωής των ανθρώπων. Είναι σημείο αναφοράς καταρχάς μέσα από τα αγαθά της: ο πρωταγωνιστής του ομότιτλου διηγήματος “Ανατολικά της Δύσης”, παιδί ακόμα, λαχταράει τα αθλητικά παπούτσια και τα τζιν που έχουν στη Δύση, και που δε φτάνουν, παρά μόνο με πλάγιους τρόπους, μέχρι τη Βουλγαρία.

Η έλξη της Δύσης μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού γίνεται ακόμα πιο ισχυρή: είναι σαν να πληρώνει η Βουλγαρία έναν νέο «ντεβσιρμέ» (όπως είναι ο τίτλος του καταληκτικού διηγήματος), κατ’ αντιστοιχία με τον φόρο αίματος που κατέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς πολλοί αναζητούν, στην Αμερική κυρίως, μια καλύτερη τύχη. Το γεγονός ότι στο όγδοο αυτό διήγημα συνυπάρχουν δυο ιστορίες «ντεβσιρμέ», η μία του αφηγητή που έχει μεταναστεύσει στην Αμερική και η δεύτερη ως «ιστορία μέσα στην ιστορία», που εκείνος διηγείται στην κόρη του, για τη γιαγιά του την εποχή των Οθωμανών, δείχνει σαφώς ότι αυτός ο παραλληλισμός ενυπάρχει μέσα στο μυαλό του συγγραφέα.

Αν και έρχεται εύκολα στον νου των πρωταγωνιστών σαν λύση, η καταφυγή στη Δύση δεν είναι εύκολα πραγματοποιήσιμη, ούτε δίνει εύκολα τα αποτελέσματα: στο «Αγοράζοντας τον Λένιν» ο νεαρός που φεύγει στην Αμερική για σπουδές (πιθανώς το alter ego του συγγραφέα) περνάει πολύ καιρό σε απομόνωση, νοσταλγώντας τη Βουλγαρία. Στο “Ντεβσιρμέ” (που σημαίνει παιδομάζωμα), ο αφηγητής εξαιτίας μιας σκωληκοειδίτιδας και της ανύπαρκτης κοινωνικής ασφάλισης στην Αμερική («η εγχείρηση μας κόστισε εικοσιπέντε χιλιάρικα, εκ των οποίων μπορούσαμε να πληρώσουμε τα μηδέν»), θα χάσει τη γυναίκα του (που θα προτιμήσει το χρήμα στο πρόσωπο ενός γιατρού), και κατά συνέπεια και την κόρη του. Για να μπορέσει να τη βλέπει στον περιορισμένο χρόνο που του διατίθεται, θα χάσει και τη δουλειά του, ακολουθώντας την πρώην γυναίκα του στον νέο τόπο κατοικίας της· μια τέλεια καταιγίδα. Αυτός ο καταιγισμός συμβαίνει και στην ιστορία μέσα στην ιστορία, που ο αφηγητής διηγείται στην κόρη του.

Στο “Οι ληστές του σταυρού”, στα πρώτα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, στη χώρα έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα ναρκωτικά (δυτικόφερτη πληγή) και οι τηλεοράσεις (δυτικόφερτη συνήθεια ζωής). Οι έφηβοι πρωταγωνιστές παρατηρούν τις διαδηλώσεις για τα πολιτικά ζητήματα, αλλά δεν αισθάνονται μέρος αυτών των διεκδικήσεων. Ο δικός τους κόσμος είναι μετα-πολιτικός: υπάρχουν λίγα πράγματα για τα οποία αξίζει κανείς να βγει στους δρόμους ή να παρανομήσει. Μια καλή τηλεόραση είναι ένα από αυτά.

Στο διήγημα “Νυχτερινός ορίζοντας”, το μόνο τριτοπρόσωπο της συλλογής (και το μόνο με πρωταγωνιστή όχι Βούλγαρο), το θέμα είναι η υποχρεωτική αλλαγή ονομάτων των Τούρκων της Βουλγαρίας. Η Κεμάλ, που της έχει δοθεί αντρικό όνομα από τον πατέρα της, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της τουρκικής μειονότητας, θα αναγκαστεί να διαλέξει ένα όνομα βουλγάρικο. Δυο φορές ξένη επομένως, πρώτα με όνομα ξένο στο φύλο της κι έπειτα με όνομα ξένο στην καταγωγή της.

Το πρώτο διήγημα της συλλογής, με τον τίτλο “Μακεδονία”, είναι ίσως αυτό που περισσότερο μπορεί να ξενίσει τον Έλληνα αναγνώστη, αφού περιλαμβάνει τις αναμνήσεις του πρωταγωνιστή από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, ιστορημένες από την άλλη πλευρά των συνόρων.