Έρωτας και βαμπίρ σε ισπανικό τοπίο
Μια παραγνωρισμένη νουβέλα του Robert Luis Stevenson, που δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1885 με τον τίτλο «Ολάγια: μια βαμπιρική νουβέλα», μας προσφέρουν οι εκδόσεις Ars Nocturna. Ο συγγραφέας της «Παράξενης υπόθεσης του δρος Τζέκυλ και του κου κ. Χάιντ» με την «Ολάγια» βουτάει στα νερά του γοτθικού προτύπου και μπολιάζει την ιστορία του με την παρουσία βαμπίρ, σε ένα αφήγημα που είναι φτιαγμένο από το υλικό των ονείρων/εφιαλτών.
Ένας νεαρός Βρετανός στρατιώτης, ανώνυμος καθ’ όλη την εξέλιξη της ιστορίας, βρίσκεται τραυματισμένος στην Ισπανία και κατόπιν συμβουλής γιατρού αποσύρεται στην ισπανική επαρχία για να συνέλθει. Βρίσκει κατάλυμα στο, σχεδόν ερειπωμένο πια, αρχοντικό μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας που έχει ανάγκη τα χρήματα του ενοικίου. Ο πρώτος που τον υποδέχεται είναι ο γιος, ο Φελίπε, ο οποίος, αν και καλοφτιαγμένο παλικάρι, φαίνεται να υστερεί νοητικά. Ο στρατιώτης τακτοποιείται στο νέο του δωμάτιο και εντυπωσιάζεται από έναν πίνακα που βρίσκεται εκεί και απεικονίζει μια πανέμορφη γυναίκα, προφανώς κάποια πρόγονο των οικοδεσποτών του. Κάθε μέρα, κάνει τις βόλτες του, μαγεύεται από τη φύση, παρατηρεί τη συμπεριφορά του Φελίπε και τη νωθρότητα της μητέρας του. Ώσπου γνωρίζει την κόρη της οικογένειας, τόσο όμοια με τη γυναίκα στον πίνακα, και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Ο έρωτάς τους όμως είναι καταδικασμένος και ένα τυχαίο κόψιμο στο χέρι του θα του αποδείξει ότι η ζωή του κινδυνεύει, καθώς το αίμα του είναι πιο δελεαστικό από τα χρήματά του για τη Σενιόρα του σπιτιού.
Ο Stevenson δανείζεται διάφορα μοτίβα του γοτθικού μυθιστορήματος (το σπίτι που καταρρέει, οι μυστηριώδεις ένοικοί του, τα ολοζώντανα πορτρέτα των προγόνων τους, οι θύελλες που ταρακουνούν το οίκημα και την ψυχή του πρωταγωνιστή) και τα χρησιμοποιεί συνειδητά για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και να προετοιμάσει το έδαφος για τις αποκαλύψεις του. Και η αποκάλυψη του μυστηρίου έρχεται αφού έχει έρθει ο έρωτας, που δυστυχώς δεν μπορεί να νικήσει τα πάντα σε αυτή την περίπτωση. Ο έρωτας, που έχει ήδη ρίξει τον σπόρο του στον πρωταγωνιστή μέσα από το πορτρέτο στο δωμάτιό του, δοκιμάζεται αμέσως, στις πρώτες του κιόλας στιγμές. Η Ολάγια, βασανισμένη, φοβισμένη ότι θα καταλήξει σαν τη μητέρα της, έχει καταφύγει στη θρησκεία σε μια προσπάθεια να σωθεί. Και η πίστη της θα μείνει ο μόνος της σύντροφος, καθώς με αποφασιστικότητα στερεί από τον αγαπημένο της το δικαίωμα επιλογής στον έρωτά τους.
Μια πολύ όμορφη και δυναμική νουβέλα, μεταφρασμένη πολύ καλά από τη Μαρία Γιακανίκη, κατάλληλη για τους φίλους του γοτθικού τρόμου.