Κιβωτός ιστοριών

Ο «Κυνηγός ιστοριών» είναι το τελευταίο έργο που είχε ετοιμάσει ο ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο, πριν τον θάνατό του το 2015. Στις σελίδες του βιβλίου κάνει αυτό ακριβώς που δεικνύει ο τίτλος: καταθέτει αγαπημένες του ιστορίες που συγκέντρωσε κυρίως από το παρελθόν, μακρινό και πιο πρόσφατο, καθώς και μύθους και λαϊκές παραδόσεις της Λατινικής Αμερικής, και δημιουργεί μία μείξη λογοτεχνικής αφήγησης, σε πολλά σημεία ποιητικής, χρονικού και δοκιμίου, που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν της συγγραφικής δημιουργίας του. Στην παρούσα έκδοση, οι Ισπανοί εκδότες ενσωμάτωσαν και κάποιες ιστορίες από ένα νέο βιβλίο που σκεφτόταν να το ονομάσει «Ορνιθοσκαλίσματα».

Κατεξοχήν πολιτικός συγγραφέας, μέσα από αυτό το κολάζ προσώπων και γεγονότων που διατρέχουν τον χρόνο, την Ιστορία και τους τόπους, αναδεικνύει με τον μοναδικό του τρόπο το σημαντικό και το αληθινό, το διαχρονικό και το εφήμερο, το ηρωικό και το τερατώδες. Γιατί η Ιστορία που τον ενδιαφέρει δεν είναι εκείνη που γράφουν τα σχολικά βιβλία, η επίσημη, αλλά αυτή του ανθρώπινου είδους στο μεγαλείο του, όπως οι δημοφιλείς ή οι αφανείς ήρωες που ύψωσαν το ανάστημά τους στο άδικο, αλλά και στον ξεπεσμό του, με αιμοσταγείς δικτάτορες όπως ο Φράνκο.

Οι αριστουργηματικές στην πυκνότητα του περιεχομένου και στην απλότητα του λόγου βινιέτες, περιλαμβάνουν και προσωπικές αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, τα ταξίδια του, τους ανθρώπους που συνάντησε και εντυπώθηκαν μέσα του, σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο που είναι σαφές πως τον ένιωθε κοντά του, χωρίς φόβο, όπως όλοι όσοι χορταίνουν τη ζωή με όλες τις χαρές και τις πίκρες της. Και μοιάζει ακριβώς με αυτό το βιβλίο να θέλει να αποχαιρετίσει αλλά και να διασώσει ταυτόχρονα τη δική του κιβωτό αναμνήσεων και ιστοριών, που θέλει να χαρίσει στους αναγνώστες του πριν φύγει.

Ο Γκαλεάνο γράφει απλά και βαθιά, έχει αυτό το χάρισμα, γράφει ποιητικά όπως οι περισσότεροι λατινοαμερικανοί συγγραφείς λες και η ποίηση τρέχει στις φλέβες τους, γράφει με χιούμορ και ενίοτε με σαρκασμό, όχι για να κάνει επίδειξη πνεύματος, αλλά για να βρει το παράδοξο, το αστείο, το λοξό, ακόμα και στην πιο σκοτεινή πλευρά της ζωής. Και είναι απόλυτα ταιριαστό με το γούστο του για την παραδοξότητα και τη λοξή ματιά, το γοητευτικό «τέρας του Μπουένος Άιρες» που κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης, ένα σκίτσο του ιερέα Λουί Φεϊγιέ από το βιβλίο των αναμνήσεών του στη Νότια Αμερική, ανάμεσα στα 1707 και 1712.

Για το κλείσιμο αυτής της παρουσίασης, διάλεξα ένα απόσπασμα από ένα κείμενό του για τη δική του πορεία στη συγγραφή, που προσωπικά με συγκίνησε ιδιαίτερα. Το περιστατικό διαδραματίστηκε σε ένα φτωχό χωριό μεταλλωρύχων στη Βολιβία το 1968. Στην αποχαιρετιστήρια γιορτή που του ετοίμασαν, του ζήτησαν να τους πει πώς είναι η θάλασσα: «Οι μεταλλωρύχοι ήταν άντρες καταδικασμένοι να πεθάνουν νέοι, εξαιτίας της σκόνης σιλικόνης στα έγκατα της γης. Ήξερα πως δεν θα έβλεπαν ποτέ τη θάλασσα, ότι θα πέθαιναν πολύ νωρίτερα απ’ οποιαδήποτε πιθανότητα θα είχαν να τη δουν. Γι’ αυτό κι εγώ είχα την ευθύνη να τους πάω στη θάλασσα, έπρεπε να βρω τα λόγια που θα τους έκαναν να βρέξουν τα πόδια τους. Εκείνη ήταν η πρώτη πρόκληση που είχα ως συγγραφέας, κι ένιωσα πως το γράψιμο σε κάτι χρησίμευε».