“Προς μεγάλη του ικανοποίηση παρατηρεί ότι καμία από τις ριζοσπαστικές προτάσεις που κάνει στο βιβλίο του δεν φαίνεται να προκαλεί ή να ενοχλεί την κυρία ντε Λουξεμπούρ. Για παράδειγμα, ότι ένα παιδί πρέπει να μαθαίνει όλα όσα πρέπει να γνωρίζει για τον κόσμο, για τη φύση και τη λειτουργία των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, προτού μάθει να διαβάζει. ‘Η ο ισχυρισμός του ότι είναι άσκοπο να διδάσκουμε τη θρησκεία σε πολύ μικρά παιδιά επειδή δεν έχουν ακόμα την ικανότητα να καταλάβουν τι είναι ο Θεός ή, παρεμπιπτόντως, τι σημαίνει η έννοια της δικαιοσύνης” (σελ. 238-239)
Φιλόσοφος, συγγραφέας, μουσικός… Ο Σουηδός Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ μας δίνει την ευκαιρία να «γνωρίσουμε» τον Ζαν-Ζακ Ρουσό σε μια, ίσως, όχι και τόσο γνωστή περίοδο της ζωής του: στις έξι εβδομάδες που πέρασε στο νησί Σεν Πιερ της λίμνης Μπιεν στο καντόνι της Βέρνης, από τις 9 Σεπτεμβρίου έως τις 24 Οκτωβρίου 1765.
Εκεί ο Γαλλοελβετός εξερευνά τη χλωρίδα του νησιού και κολλάει φυτά στο ερμπάριό του. Οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού μάλλον τον καλοδέχονται, όμως ο ίδιος ζει με τον φόβο μιας νέας εξορίας[ λόγω των απόψεών του που έρχονται σε σύγκρουση με το κυρίαρχο δόγμα της Εκκλησίας. Ίσως γι΄αυτό η δουλειά του στη φύση είναι το τελευταίο και πιο ασφαλές καταφύγιό του. Επισκέπτες έρχονται να τον δουν, αλλά τους κρατάει μακριά του η Τερέζ ή, στην ανάγκη, ο έφορος του νησιού μεσιέ Εζέμ: άλλοι από θαυμασμό, άλλοι από περιέργεια να τον γνωρίσουν κι άλλοι –φοβάται ο ίδιος- για να ετοιμάσουν τη δίωξή του. Είναι ένας μεσήλικας άνδρας σε σοβαρό χρόνιο πρόβλημα ούρησης που ζει με μια γυναίκα χωρίς να έχουν παντρευτεί. Εκείνη τον φροντίζει, είναι και οικονόμος του, κι έχει κάνει μαζί του παιδιά που τα έχουν αφήσει στο ορφανοτροφείο επειδή δεν θα μπορούσαν να τα μεγαλώσουν ζώντας τη ζωή του πλάνητα, Εφιάλτες που είχε από παιδί τον στοιχειώνουν, όμως, παρ΄όλα τα βάσανα, αισθάνεται πως έχει την ψυχή καθαρή: υπήρξε ένας έντιμος άνθρωπος.
Ο Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ μας ταξιδεύει στη ζωή του φιλοσόφου: στις σχέσεις του με τις γυναίκες που τον επηρέασαν και τον διαμόρφωσαν, τον στήριξαν και τον ενέπνευσαν, από τη μαντάμ ντε Βαρένς μέχρι τη Σοφί ντ’ Ουντετό, με ευγενείς και φίλους που του στάθηκαν (μέχρι το τέλος) όπως το ζεύγος Λουξεμπούρ ακόμη και με τον κακόβουλο Ντιντερό, στις περιπέτειές του με την Καθολική και τη Λουθηρανή Εκκλησία. Συνοδεία των έργων του, της «Ζυλί», των «Εξομολογήσεων» και, βέβαια, του «Αιμίλιου» εξαιτίας του οποίου εκδιώχθηκε από τη Γαλλία.
Η σχέση του Ρουσό με τη γενέτειρά του, τη Γενεύη, παραμένει αμφίσημη: είναι φορές που επιθυμεί πολύ να γυρίσει αλλά βρίσκει τις πύλες της κλειστές. Και τότε, χορτασμένος από το πολύβουο Παρίσι, αποζητά στην εξοχή και στη σχετική απομόνωση την ησυχία για να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο του αποδεικνύοντας μια συνέπεια λόγων και πράξεων.
Ο συγγραφέας θα ανασυνθέσει την πορεία που τον οδήγησε στο νησί -όχι απαραίτητα γραμμικά στον χρόνο- προετοιμάζοντας μια ακόμα αναγκαστική αποχώρηση. Και καθώς το βιβλίο προχωρά θα αισθανθεί και πιο ελεύθερος να σκαλίσει την προσωπικότητα του Ρουσό, να εξορύξει σκέψεις που μπορεί και να γεννήθηκαν από την παραμονή του στο νησί.