Παραβολή της μνήμης, ύμνος στην αγάπη

Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας το 1954, αλλά σε ηλικία πέντε ετών ήρθε με την οικογένειά του στη Βρετανία. Με το πρώτο του μυθιστόρημα, “A pale view of hills” (1982), κέρδισε το βραβείο Ουίνιφρεντ Χόλντμπι. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, “An artist of the floating world” (1986), βραβεύτηκε με τα βραβεία Ουίτμπρεντ και Σκάνο, ενώ ήταν επίσης υποψήφιο για το βραβείο Booker. Το 1989, με το “The remains of the day” (“Τα απομεινάρια μιας μέρας”), όχι μόνο κέρδισε το βραβείο Booker αλλά έγινε διάσημος σ’ όλο τον κόσμο: το βιβλίο του μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες, πούλησε 1.000.000 αντίτυπα μόνο στην αγγλική γλώσσα και η ομώνυμη ταινία του Τζέιμς Άιβορι έγινε επίσης παγκόσμια επιτυχία. Το επόμενο μυθιστόρημά του, “The unconsoled” (“Ο απαρηγόρητος”), κυκλοφόρησε το 1995 και τιμήθηκε με το βραβείο Τσέλτενχαμ. Το 1998 χρίστηκε από το γαλλικό κράτος Ιππότης των Τεχνών και των Γραμμάτων. Το μυθιστόρημα “When we were orphans” (“Τότε που ήμασταν ορφανοί”) κυκλοφόρησε το 2000 και ήταν και αυτό υποψήφιο για το βραβείο Booker.

«Ο θαμμένος γίγαντας» είναι μία αλληγορική, μεσαιωνική ιστορία στη Βρετανία της εποχής του Αρθούρου και των πολέμων με τους Σάξονες. Στη χώρα έχει πέσει μια περίεργη ομίχλη που κάνει τους κατοίκους της να ξεχνούν το παρελθόν, ακόμα και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ζει σε μια αγροτική κοινότητα, ξεκινάει ένα ταξίδι για να βρεθεί με τον γιο τους, που ζει σε κοντινό χωριό. Στη διαδρομή θα έχουν διάφορες περίεργες συναντήσεις και περιπέτειες (με παράξενους συνταξιδιώτες, ιππότες που συγκρούονται μεταξύ τους και βοηθούν ή καταδιώκουν το ζευγάρι, περίεργα-συμβολικά όντα, μοναχούς κ.ά.).

Μόνιμοι συνοδοί τους θα γίνουν ένα παιδί που πρέπει να φύγει από το χωριό του λόγω προλήψεων (το θεωρούν σημαδεμένο) και ένας εκκεντρικός ιππότης ο οποίος σκοπεύει να σκοτώσει τον θηλυκό δράκο που ευθύνεται για την ομίχλη που προκαλεί αμνησία. Όταν η ομίχλη αποτραβιέται, το ζευγάρι –που μέσα από τις κακουχίες και τις περιπέτειες μένει πιστό και αγαπημένο–, αρχίζει να θυμάται διάφορα επεισόδια από την κοινή τους ζωή.

Έπειτα από 10 χρόνια ο Ισιγκούρο επανεμφανίζεται μ’ ένα βιβλίο αλληγορικό, γραμμένο κυρίως σε τριτοπρόσωπη αφήγηση –υπάρχουν εμβόλιμα κεφάλαια όπου οι ήρωες εκφράζονται σε πρώτο πρόσωπο– και με λυρισμό διάχυτο σε κάθε πρόταση του κειμένου.

«Πόσο μας καθορίζει η μνήμη» είναι το βασικό ερώτημα που υποβόσκει κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Διαβάζοντας  ο αναγνώστης έχει πάντα κατά νου ότι οι ήρωες δεν θυμούνται βασικά στοιχεία της ζωής τους. Όμως υπάρχει το ένστικτο που οδηγεί συντροφιά με τα κατάλοιπα μιας ξεχασμένης ύπαρξης.

Τελικά, η μνήμη κατά πόσο μπορεί να μας καθορίσει; Μας προστατεύει ή μας καταστρέφει στην εξέλιξή μας και την πορεία μας στον χρόνο; Μια ανυπέρβλητη αλληγορία που ως επιστέγασμα υμνεί και το κρυφό εκείνο δέσιμο της αληθινής αγάπης.