Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βραβευμένου μυθιστορήματος του Αλέν Νταμαζιό, καταλαβαίνει κανείς γιατί οι Αθέατοι είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο ολοκληρωμένα σύγχρονα έργα επιστημονικής φαντασίας: είναι ένα δημιούργημα όπου συνυπάρχουν η πρωτοποριακή αφηγηματικά απόδοση μιας δυστοπικής κοινωνίας, η βαθιά φιλοσοφική θεώρηση των εννοιών της ελευθερίας, της κοινότητας, αλλά και της ατομικότητας, ισορροπία μεταξύ συναισθηματικής φόρτισης και δράσης, ατμοσφαιρικότητα και μυστήριο.
Βρισκόμαστε στη Γαλλία του 2040. Τα πάντα ‒πλην της άμυνας και της ασφάλειας‒ είναι ιδιωτικοποιημένα, κατάσταση η οποία έχει επιφέρει μεγάλα κύματα φτώχειας στη χώρα και χάσμα κοινωνικό μεταξύ των λίγων «εχόντων» και της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών που φτωχοποιούνται με ταχείς ρυθμούς. Ταυτόχρονα, με την επίφαση της «δημόσιας ασφάλειας» και με τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών, ασκείται αυστηρός έλεγχος στους πολίτες, των οποίων κάθε κίνηση καταγράφεται και παρακολουθείται από ένα κράτος που βρίσκεται σε απόλυτη σύμπλευση με το μεγάλο κεφάλαιο. Οι μόνοι που έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τον έλεγχο είναι οι «Αθέατοι», ένα μυστηριώδες είδος έμβιου όντος, μεταξύ ανθρώπου, ζώου και φαντάσματος που έχει εμφανιστεί και απειλεί το σύστημα με την ικανότητά του να ξεφεύγει από τα ραντάρ της καταστολής, να μεταμορφώνεται και να αυτονομείται.
Η κεντρική ιστορία είναι της Σαχάρ και του Λόρκα, που ψάχνουν τη χαμένη μικρή τους κόρη, ελπίζοντας να βρίσκεται μαζί με τους Αθέατους. Στο περιπετειώδες ταξίδι τους, που περιλαμβάνει χωρισμούς, επανασυνδέσεις, όλα τα στάδια του βιώματος του πένθους και συνεχείς καταδιώξεις, κυριαρχεί μία διαρκής αναζήτηση της απελευθέρωσης: από την οδύνη, την καταπίεση, την αποξένωση από τον εαυτό και τους άλλους.
Οι Αθέατοι ανήκουν στον χώρο της φανταστικής μυθοπλασίας, αλλά, όπως τα περισσότερα έργα αυτού του είδους, έχει μια βαθιά πολιτική διάσταση. Ο Νταμαζιό πραγματεύεται περίτεχνα το ζήτημα της αντίστασης ενάντια στον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας, στο πλαίσιο πλήρως ψηφιοποιημένων κοινωνιών, μη κρύβοντας τις επιρροές του από τον Ντελέζ και τον Φουκώ. Και αποδίδει εξαίσια τόσο αυτή την αίσθηση ασφυξίας από την καταπίεση, όσο και της ελπίδας που ποτέ δεν πεθαίνει, του πνεύματος που δεν υποδουλώνεται, του ταξιδιού προς τη λύτρωση.
Αφηγηματικά ο συγγραφέας επιδιώκει κάτι πολύ τολμηρό: δεν αρκείται στην πολυπρισματική απόδοση της ιστορίας, αλλά ντύνει γλωσσικά και ηχητικά τις διαφορετικές αφηγήσεις. Δίνει φωνή και κώδικα επικοινωνίας στους Αθέατους, εξυψώνοντας τη λεκτική διάδραση σε κύριο στοιχείο της ενότητας των ομάδων, σχεδόν ισότιμης σημασίας με αυτό του κοινού σκοπού. Και βάζει ένα παιδί να εκφράσει αυτή την επικοινωνία.
Εκεί όπου πραγματικά, όμως, είναι δεξιοτεχνικός ο χειρισμός του Νταμαζιό είναι η έκφραση της απώλειας, του πένθους των γονιών για τον χαμό του παιδιού τους, της επίδρασής του πάνω στις ζωές και στη σχέση τους, της αναπτέρωσης της ελπίδας που τη διαδέχεται ξανά ο πόνος. Θέλει πραγματικά πολύ λεπτές ισορροπίες για αυτή τη μικρή ελεγεία, ώστε ούτε να χαθεί το βάθος του συναισθήματος, ούτε να ξεφτίσει με κοινοτοπίες ή υπερβολές.
Συνολικά, πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα ‒οριακά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και total novel‒ με πρωτοποριακή αφήγηση ενός σύμπαντος μακρινού και κοντινού ταυτόχρονα, ολοκληρωμένους χαρακτήρες και συμπαγές πολιτικο-φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως τους Αθέατους είναι βαθιά ευαισθησία για όλα όσα αποτελούν την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.