«Ποιος ερωτεύτηκε, αν δεν ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά;»

Αν αγαπάτε τα μυθιστορήματα του Φανταστικού, στη σχολή που δημιούργησε το ”Λυκόφως”, και τις καταραμένες ιστορίες αγάπης, οι ”Μάγισσες” θα σας δέσουν στα μάγια τους και μάλιστα για 700 και πλέον σελίδες! Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο μιας Αμερικανίδας ιστορικού που επιχειρεί να συνδυάσει όλες σχεδόν τις παραδόσεις για τα βαμπίρ, τις μάγισσες και τους δαίμονες με την επιστήμη της γενετικής, την ιστορία αλλά και την αλχημεία – και, ως μπαλαντέρ, ένα μυστικό, ιπποτικό τάγμα που συνδέεται με τους Ναΐτες.

Η ερευνήτρια ιστορικός Ντιάνα Μπίσοπ, που κατάγεται από μια παλιά και ισχυρή οικογένεια μαγισσών αλλά έχει απαρνηθεί τη μαγεία, ανακαλύπτει τυχαία σε μια από τις βιβλιοθήκες της Οξφόρδης ένα πανάρχαιο, αλχημικό χειρόγραφο, δεμένο με δυνατό ξόρκι που δεν μπορεί να εμποδίσει όμως την Ντιάνα να το διαβάσει. Και από εκεί που δεν ήθελε να έχει σχέση με τη μαγεία η ηρωίδα βρίσκεται στο στόχαστρο και των τριών ειδών που συνυπάρχουν λάθρα με το ανθρώπινο γένος, ήτοι μάγισσες και μάγοι, βαμπίρ και δαίμονες. Ανάμεσά τους και ο θανατηφόρα γοητευτικός Μάθιου Κλέρμοντ: Γάλλος, επιστήμονας γενετικής και βρικολάκας… Το τι θα συμβεί όταν ερωτευτούν μια ξεροκέφαλη μάγισσα που μόλις ανακαλύπτει τις κοιμισμένες δυνάμεις της και ένα αρχαίο βαμπίρ, μέλος ενός μυστικού ιπποτικού τάγματος που έχει πάρει μέρος σε όλες τις σημαντικές μάχες της ιστορίας, μόνο προβλέψιμο δεν είναι – ειδικά όταν όλα τα όντα και των τριών ειδών είναι αποφασισμένα να τους χωρίσουν αλλά και να τους αποσπάσουν το χειρόγραφο…

Είναι αλήθεια ότι αυτό το είδος της λογοτεχνίας έχει εξελιχθεί μετά το ”Λυκόφως” σε πεδίο δόξης λαμπρόν για όποιον θέλει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Οι ”Μάγισσες” ακολουθούν τη συνταγή σε μεγάλο βαθμό αλλά διαφοροποιούνται στο σημαντικό, κατά την κρίση μου, γεγονός ότι η συγγραφέας, ως επιστήμονας, προσπαθεί συνειδητά να εντάξει στην πλοκή την επιστήμη αλλά και την αλχημεία. Επίσης, σημαντικό ρόλο στο κείμενο παίζουν τα παλιά βιβλία, ενώ ένα μεγάλο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται σε τεράστιες βιβλιοθήκες– κι αυτό είναι ένα μεγάλο ατού που θα κερδίσει τους βιβλιοφάγους (και είναι προφανές ότι η συγγραφέας έχει διαβάσει τα μυθιστορήματα του Ουμπέρτο Έκο). Το βασικό ζευγάρι είναι αλήθεια ότι δεν ξεφεύγει από τα στερεότυπα του είδους αλλά είναι οι δευτεραγωνιστές που κερδίζουν τον αναγνώστη, ο καθένας με τον δικό του χαρακτήρα, ιστορία και προθέσεις, και τελικά κλέβουν την παράσταση. Στα υπέρ και ορισμένα σουρεαλιστικά στοιχεία όπως το σπίτι με τη δική του προσωπικότητα και τη δική του άποψη για τα τεκταινόμενα, στο οποίο οι δύο θείες-μάγισσες της ηρωίδας συγκατοικούν με τα φαντάσματα των προγόνων (η γιαγιά που σχολιάζει είναι απολαυστική), που με διασκέδασαν πραγματικά.

Συμπερασματικά, ένα βιβλίο που, παρά τις κάποιες αδυναμίες του, το προτείνω στους λάτρεις του είδους ως ένα ενδιαφέρον και οπωσδήποτε διαφορετικό από τα όμοιά του ανάγνωσμα με το οποίο θα περάσουν καλά. Και αν είναι εκπαιδευμένοι σε ορισμένα θέματα, θα ανακαλύψουν κάτω από την επιφάνεια της ψυχαγωγίας νήματα που οδηγούν στα μονοπάτια των μαγικών παραδόσεων.