O Δανός Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν (1847 – 1885) συγκαταλέγεται στους μεγάλους κλασικούς της σκανδιναβικής λογοτεχνίας αλλά και στους επιδραστικούς συγγραφείς, καθώς υμνήθηκε από ονόματα όπως ο Τόμας Μαν, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Ντ. Χ. Λώρενς και ο Ρίλκε. Παρόλο που στη σύντομη ζωή του πρόλαβε να γράψει δύο μεγάλα μυθιστορήματα, μια συλλογή διηγημάτων και μερικά ποιήματα, καθιερώθηκε ως ο συγγραφέας που εγκαινίασε το πέρασμα από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό στην πεζογραφία της χώρας του, με τη μοντέρνα ψυχολογική διήγηση και τις δυνατές χρωματικές περιγραφές να είναι τα χαρακτηριστικά του στοιχεία.

Το «Μόγκενς» είναι η πρωτόλεια νουβέλα του, δημοσιευμένη σε γνωστό περιοδικό της εποχής, στην οποία διακρίνουμε επιρροές από τον μεγάλο Δανό παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν αλλά και τα πρώτα φανερώματα της προσωπικής του γραφής. Πρόκειται για την περιπετειώδη ιστορία ωρίμανσης ενός νεαρού από την επαρχία, που μεγαλώνει μέσα στη φύση, διαβάζοντας λαϊκές φολκλορικές αφηγήσεις που κυκλοφορούν σε φτηνά βιβλία, μέχρι που αντικρίζει για πρώτη φορά  την ομορφιά του έρωτα στο πρόσωπο της κόρης ενός εμπορικού συμβούλου. Η σχέση του Μόγκενς με την Καμίλλα έχει όλα τα ρομαντικά γνωρίσματα του πρώτου έρωτα, δεν θα έχει όμως αίσιο τέλος, καθώς μια πυρκαγιά στο σπίτι της κοπέλας κόβει απότομα το νήμα της ζωής σε αυτήν και στον πατέρα της. Και ο Μόγκενς κλονίζεται συθέμελα από αυτή την άδικη εξέλιξη.

«Η δυστυχία του είχε διδάξει τον τρόπο να βλέπει. Τα πάντα ήταν άδικα και ψεύτικα, όλη η γη ήταν ένα τεράστιο περιστρεφόμενο ψέμα… Και αυτό που το λέγανε αγάπη ήταν το πιο κούφιο απ’ όλα τα κούφια πράγματα… Γιατί έπρεπε να το μάθει αυτό; Γιατί δεν μπορούσε να συνεχίσει να πιστεύει όλα τούτα τα εκτυφλωτικά ψέματα; Γιατί αυτός έπρεπε να δει, ενώ οι άλλοι να είναι τυφλοί; Είχε και αυτός το δικαίωμα να είναι τυφλός, είχε πιστέψει σε όλα όσα μπορούσε να πιστέψει ένας άνθρωπος» (σελ. 84).

Μετά την πυρκαγιά ο Μόγκενς φεύγει από το σπίτι του, περιφέρεται άσκοπα για αρκετά χρόνια και βυθίζεται στα ανθρώπινα πάθη έχοντας χάσει το νόημα της ζωής. Η «ελαφρών ηθών» Λάουρα θα είναι η δεύτερη σχέση του, η γυναίκα που θα του γνωρίσει τη σωματική πλευρά του έρωτα και την οποία τελικά θα εγκαταλείψει, όχι μόνο γιατί δεν πιστεύει πια στα συναισθήματα των ανθρώπων αλλά γιατί νιώθει βαθιά μέσα του ότι για να βρει τον εαυτό του πρέπει να προχωρήσει. Ο έρωτας πρέπει να είναι πηγή επίγειας ευδαιμονίας αλλά και ηθικής ολοκλήρωσης. Κάτι που βρίσκει τελικά στην απλή και αθώα Θόρα, την «κόρη μιας πανάρχαιας φυλής», τη γυναίκα που τον συμφιλιώνει ξανά με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η σχέση με τη Θόρα ξυπνάει αρχικά στον Μόγκενς αναμνήσεις από τον πρώτο του έρωτα, το φάντασμα της Καμίλλα επιστρέφει αλλά αχνά και μόνο για να φύγει στη συνέχεια, αφήνοντας την αληθινή διάσταση των πραγμάτων να αποκατασταθεί.

«Βγήκαν μαζί έξω, στη φρεσκάδα του πρωινού. Το φως του ήλιου αγαλλίαζε πάνω στη γη, η δροσιά λαμπύριζε, τα αγουροξυπνημένα λουλούδια έλαμπαν, ο κορυδαλλός τιτίβιζε εκεί ψηλά, κάτω από τον ουρανό, τα χελιδόνια ταξίδευαν στον αέρα. Εκείνη κι εκείνος προχώρησαν στο πράσινο λιβάδι προς το λόφο με τα χρυσαφένια σιτηρά ακολουθώντας το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε εκεί… Εκείνη βάδιζε μπροστά, πολύ αργά, γύριζε πίσω και τον κοίταζε, μιλούσαν και γελούσαν. Και καθώς πλησίαζαν στο λόφο, τα σιτηρά τους έκρυβαν όλο και περισσότερο, μέχρι που εξαφανίστηκαν» (σελ. 108).

Δοσμένο απλά σαν παραμύθι, ο «Μόγκενς» θέλγει τον αναγνώστη περισσότερο με την ανάδυση της κατάλληλης ατμόσφαιρας παρά με τα γεγονότα, τη δράση ή την πλοκή. Ο Γιάκομπσεν αποδίδει με όμορφο τρόπο τόσο την καθημερινή πραγματικότητα, εκείνη της εξοχής και της πόλης του 18ου αιώνα –με τις περιγραφές της φύσης αναμφισβήτητα να ξεχωρίζουν– όσο και την πραγματικότητα που προεκτείνεται και εξιδανικεύεται από τα παρθένα μάτια του Μόγκενς. Έτσι, ο συνηθισμένος και συμβατικός κόσμος εναλλάσσεται με τον εξαιρετικό κόσμο μιας αποκάλυψης σκέψεων και συναισθημάτων, καθώς ο ήρωας ανακαλύπτει τις πολύπλευρες διακυμάνσεις της ζωής, τα ύψη και τα βάθη, και ψάχνει για το νόημά της αναζητώντας τον εαυτό του.

Τελικά ο αναγνώστης παρασύρεται και παρακολουθεί με ενδιαφέρον αυτό το αφηγηματικό ταξίδι, που είναι παλιό μαζί και σύγχρονο, θρεμμένο από την παράδοση και προσανατολισμένο προς το καινούριο, μια ιστορία γεμάτη γοητεία, εσωτερικές δονήσεις και την πολυχρωμία του φυσικού κόσμου.