«Οι αδύναμοι φοβούνται αυτή καθαυτή την ευτυχία. Θα μπορούσαν να πληγωθούν ακόμα και με το βαμβάκι. Κάποιες φορές πληγώνονται ακόμα και από την ευτυχία» (σελ. 85-86).
Ο Osamu Dazai (Οσάμου Νταζάι), ψευδώνυμο του Tsushima Shūji, ήταν Ιάπωνας μυθιστοριογράφος που γεννήθηκε το 1909 στο Κανάγκι της βόρειας Ιαπωνίας και αυτοκτόνησε στα 39 του χρόνια, το 1948, στο Τόκιο. Αναδείχτηκε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως η λογοτεχνική φωνή της εποχής του. Θεωρείται ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα της Ιαπωνίας και πολλά από τα έργα του (όπως και το εν λόγω βιβλίο) θεωρούνται κλασικά της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας. Με ημι-αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και πολλά στοιχεία της προσωπικής του ζωής, τα έργα του έχουν κινήσει το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών. Τα βιβλία του επίσης μιλούν για θέματα όπως η ανθρώπινη φύση, οι κοινωνικές σχέσεις, η ψυχική ασθένεια και η μεταπολεμική περίοδος στην Ιαπωνία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο και του Χιροσάκι. Ασχολήθηκε με τον απαγορευμένο από την κυβέρνηση μαρξισμό, αποκληρώθηκε από την οικογένειά του, εθίστηκε στο αλκοόλ και στη μορφίνη, κλείστηκε επιτυχώς σε ψυχιατρικό ίδρυμα απεξάρτησης και απέκτησε τέσσερα παιδιά από δύο γυναίκες. Το 1936 κυκλοφόρησε η πρώτη του και αριστοτεχνική διηγηματική συλλογή Bannen (Τα χρόνια του λυκόφωτος). Ήταν ένας από τους λίγους Ιάπωνες συγγραφείς που συνέχισαν να παράγουν έργα πραγματικής λογοτεχνικής αξίας κατά τα χρόνια του πολέμου (1941-1945), όπως το μαγευτικής λογοτεχνικότητας Otogi zōshi (1945, Παραμύθια) και το συγκινητικό Tsugaru (1944, Επιστροφή στο Τσουγκάρου). Μεταπολεμικά κυκλοφόρησαν τα εξαιρετικά δημοφιλή Shayō (1947, Ο ήλιος που δύει), Biyon no tsuma (1947, Η γυναίκα του Βιγιόν) και Ningen shikkaku (1948, Όχι πια άνθρωπος). Έπειτα από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες κατά τη διάρκεια της ζωής του (μία μόνος του και δύο ακόμη με συντρόφους του), ο Dazai, έχοντας εγκαταλείψει τις δύο οικογένειές του και όντας αλκοολικός, αυτοκτόνησε το 1948 μαζί με τη χήρα Τόμιε Γιαμαζάκι, λίγο μετά τη δημοσίευση του συγκεκριμένου βιβλίου, αφήνοντας πίσω ένα ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα με τον δυσοίωνο τίτλο Αντίο.
Ιαπωνία, αρχές του 20ού αιώνα. Ο Όμπα Γιόζο, στην πρώτη φωτογραφία του, στην ηλικία των δέκα ετών έχει μια ακατανόητη έκφραση. Στη δεύτερη, φοιτητής πια, η εικόνα στερείται παντελώς ουσίας και προξενεί μια αίσθηση ολοκληρωτικής πλαστότητας. Το στιγμιότυπο της τρίτης και τελευταίας φωτογραφίας, με γκριζαρισμένα μαλλιά δεν έχει καμία απολύτως ατομικότητα, κι αυτό το ανεξιχνίαστο πρόσωπο αποτυγχάνει ακόμα και να αποτυπωθεί στη μνήμη. Ο Γιόζο γεννήθηκε σε ένα χωριό στη βορειοανατολική Ιαπωνία ως το μικρότερο μέλος μιας πολυπληθούς οικογένειας δέκα ατόμων και ως αγοράκι τον ενθουσίαζαν τα τρένα κι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί. Ήταν ασθενικό και μελαγχολικό παιδί κι ένιωθε συνεχώς μεγάλη ντροπή και, όσο ακατανόητο κι αν είναι, δεν ένιωθε το αίσθημα της πείνας. Για να αντιμετωπίσει τον θανάσιμο φόβο του για τους ανθρώπους και τη μοναχικότητά του, έγινε, μες στην απόγνωσή του, ένας ρηχός, φιγουρατζής γελωτοποιός, ένας σκανταλιάρης διαβολάκος, ένας «κοινωνικός παρίας». Είχε ως χόμπι τη ζωγραφική και ειδικευόταν στις προσωπογραφίες κι ο συμμαθητής του Τακέιτσι ήταν κι ο μοναδικός του φίλος. Ήθελε να σπουδάσει στο Τόκιο, στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά ο πατέρας του του είπε να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο για να γίνει δημόσιος υπάλληλος, κι έτσι έμεινε στο σπίτι του πατέρα του στο Ουένο. Η γνωριμία με τον συμφοιτητή του Μασάο Χορίκι τον μύησε στα μυστήρια του ποτού, των τσιγάρων, των αγοραίων γυναικών, των ενεχυροδανειστηρίων και στην αριστερή σκέψη. Όταν ο πατέρας του πούλησε το σπίτι, μετακόμισε σε ένα μουντό δωμάτιο μιας παλιάς πανσιόν στο Χόνγκο. Έγινε αρχηγός των φοιτητικών μαρξιστικών ομάδων δράσης του κεντρικού Τόκιο. Τον Νοέμβριο του δεύτερου έτους στο Πανεπιστήμιο έμπλεξε σε μια ερωτική αυτοκτονία με μια μεγαλύτερή του, παντρεμένη, σερβιτόρα ενός μεγάλου καμπαρέ στην Γκίνζα, την Τσουνέκο από τη Χιροσίμα. Πέσανε μαζί στη θάλασσα, στην Καμακούρα, εκείνη πέθανε, αυτός σώθηκε. Εργάστηκε ως δευτεροκλασάτος σκιτσογράφος σε φτηνά περιοδικά. Αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο και γνώρισε τη χήρα δημοσιογράφο Σιζούκο και την πεντάχρονη κόρη της Σιγκέκο. Αργότερα, έμεινε μόνος του πάνω από ένα μπαρ στον σταθμό Καϊομπάσι.
Η δεύτερη έκδοση αυτής της ασύλληπτα διαχρονικής ιστορίας αποτελείται από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση, τον πρόλογο, το πρώτο και δεύτερο σημειωματάριο, το πρώτο και δεύτερο μέρος του τρίτου σημειωματάριου και τον επίλογο. Το βιβλίο και ο πρωταγωνιστής του είχε τέτοια δημοτικότητα στην Ιαπωνία και κυρίως στο νεανικό αναγνωστικό κοινό που διασκευάστηκε και κυκλοφόρησε το 2009 σε σειρά anime και σε μια θρυλική τρίτομη σειρά manga (ιαπωνικά κόμικς) από το 2017 έως το 2018, και το 2019 δημοσιεύτηκε και στα αγγλικά. Επίσης το 2019 διασκευάστηκε σε ταινία κινουμένων σχεδίων και το 2021 σε μουσικό θέατρο σε παγκόσμια πρεμιέρα στο Μεγάλο Θέατρο της Σαγκάης. Όπως πολύ εύστοχα προλογίζει ο Φιλήμων Πατσάκης στην ελληνική έκδοση, το έργο είναι μια παρατεταμένη κραυγή σε μια διαρκώς επεκτεινόμενη έρημο, μια ανεξιχνίαστη κατάδυση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, ένα αφήγημα τεράστιας δύναμης και αυτογνωσίας όπου η ζωή ψάχνει μάταια δικαίωση και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα που παραμένει επίκαιρο σε μια εποχή όπου όλοι μας προσπαθούμε να βρούμε το νήμα που μας συνδέει με τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που το έργο έχει αποκτήσει φανατικό, νεανικό αναγνωστικό κοινό ανά τον κόσμο κι αυτό γιατί, παρά το γεγονός της πλασματικής δράσης, ο ήρωας, ο Γιόζο, έχει κληρονομήσει πολλές πτυχές της προσωπικότητας και γεγονότων της ζωής του ίδιου του δημιουργού του. Ωστόσο, το ότι το έργο στο σύνολό του ορίζεται από τη βασανιστική θλίψη που κατέκλυζε τον συγγραφέα σε όλη του τη ζωή και μπορεί να παρασύρει τον αναγνώστη σε πολύ σκοτεινά μέρη, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία και κοινωνικά μηνύματα που μπορεί να αφομοιώσει. Σίγουρα ο αναγνώστης δεν πρέπει να εκπλαγεί αν υποφέρει από μια υπαρξιακή κρίση κατά την πυκνογραμμένη αφήγηση και επιπλέον το έργο θα αργήσει να απαγκιστρωθεί από τις σκέψεις του αρκετό καιρό μετά την ανάγνωση, ιδίως, αν νιώσει, όχι πια άνθρωπος. «Τώρα δε νιώθω ούτε ευτυχία ούτε δυστυχία. Όλα περνούν. Αυτό είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που θεωρώ πως ίσως θα μπορούσε να πλησιάζει σε μια κάποια αλήθεια στην κοινωνία των ανθρώπινων όντων όπου κατοίκησα ως τώρα σαν σε φλεγόμενη κόλαση. Όλα περνούν» (σελ. 168).