Είναι πολλοί οι δρόμοι που οδηγούμαστε στο παρα-μυθικό προκειμένου να επιτύχουμε την πολυπόθητη –σε καιρούς μεταβατικούς, σε καιρούς κρίσης–, την παυσίπονη και παυσίλυπη κι αγχολυτική παραμυθία της ψυχής. Οι λογοτέχνες που ειδικεύονται στο λεγόμενο “φανταστικό μυθιστόρημα” (λες και τ’ άλλα είναι “πραγματικά”, όσο κι αν προσομοιάζουν στην πεζή πραγματικότητα) πατάνε πάνω σε ήδη χαραγμένους δρόμους και τεχνικές που έχουν αποδείξει τη στατική τους επάρκεια μέσα στο χρόνο. Η δυσκολία του αναγνώστη έγκειται στο ότι πρέπει να είναι εξοικειωμένος με το είδος και να έχει παραπλήσιες συνδημιουργικές ικανότητες με τον συγγραφέα. Θα πρέπει, δηλαδή, οι “προσλαμβάνουσές” του να είναι ανθεκτικές σε ψυχικές ακροβασίες μεταξύ ονειρικών κι εφιαλτικών εσωτερικών τοπίων. Πρέπει ο ψυχισμός αναγνώστη και συγγραφέα να είναι συμβατός για να μη χαθεί το νήμα της αφήγησης και να πατάμε πάντα σταθερά στην ιδεατή πραγματικότητα της σκηνικής σύμβασης.

Ο Σέρβος Μίλοβαν Λάλοβιτς, που γεννήθηκε στη Γερμανία και –όπως λέει το βιογραφικό στο “αυτί” του βιβλίου– “από τα παιδικά του χρόνια ταξιδεύει και ζει σε όλο τον κόσμο”, είναι κυρίως ποιητής, όχι μόνο γιατί πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή “Ο απαγορευμένος κήπος”, αλλά γιατί αποδρά από τον κόσμο των οικονομολόγων μέσα από την ονειρική γραφή ενός αθεράπευτα εθισμένου στον φανταστικό κόσμο των προφητών, των τυφλών μάντεων και των αενάως ερωτευμένων, που δεν βολεύονται με τις ζωώδεις εκφράσεις της ανθρώπινης ύπαρξης κι ονειρεύονται ουτοπικούς κόσμους όπου βασιλεύει το Φως του Πρωταρχικού Δημιουργού κι ο φύσει αγαθός άνθρωπος ζει σε απόλυτη αρμονία με τη Φύση και τον εαυτό του. Όμως το Κακό παντού παραμονεύει και το μήλο στον Κήπο της Εδέμ είναι σκουληκιασμένο κι ο Άρχοντας του Σκότους οδήγησε σε εκφυλισμό τα γονίδια των ζώντων οργανισμών, απομακρύνοντας εαυτόν και τους οπαδούς από τη ζωοποιό ανάσα του Θεού για να βουλιάξει αναπόδραστα στον ασφυκτικό βούρκο της αστοχίας.

Στο μυθιστόρημα “Άλφα”, που το είναι πρώτο της σειράς “Άλφα-Βήτα” η οποία θα ολοκληρωθεί –σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις και τις προθέσεις του συγγραφέα Μίλοβαν Λάλοβιτς σε δέκα βιβλία (γιατί όχι σε δώδεκα ή δεκατρία ή έστω είκοσι τέσσερα;)–, η μανιχαϊστική αντίληψη της αρχετυπικής σύγκρουσης Καλού-Κακού, Φωτός-Σκότους και τα υβρίδια που προκύπτουν από την αγαθή ή επιπόλαια χρήση της ελεύθερης επιλογής των έλλογων ανθρώπινων όντων, δημιουργούν μία τελείως εφιαλτική παραισθησιακή (και παραισθητική) ατμόσφαιρα που καταλήγει –ευτυχώς– προς το τέλος του βιβλίου σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν περισσότερο συμβατό με τον δικό μας απελπιστικά γλυκόπικρο κόσμο. Από πλευράς τεχνικής, αυτή η μετάβαση από το απολύτως ουτοπικό στο αληθοφανές σώζει τον αναγνώστη από την απώλεια της αφηγηματικής ροής και ενισχύει τις ψυχολογικές βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί να συνυφάνει ελεύθερα την ταύτιση-απώθηση-υπέρβαση των προσώπων, των καταστάσεων και των τόπων που πλάθει η δημιουργική φαντασία του συγγραφέα.

Από πλευράς αισθητικής, σε αυτό το πρώτο μέρος της δεκαλογίας “Άλφα-Βήτα” ο Μίλοβαν Λάλοβιτς κινείται με ασφάλεια και δεξιοτεχνία ραλίστα μεταξύ του Τόλκιν (εμπνευστή του χρυσοφόρου “Άρχοντα των δαχτυλιδιών”), του επίσης χρυσωμένου Πάολο Κοέλιο και της δημιουργού του Χάρι Πότερ, της  Βρετανίδας Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, που κερδίζει, σύμφωνα πάντα με τις ιντερνετικές φήμες (το σύγχρονο παγκόσμιο κουτσομπολιό της διευρυμένης ρούγας των απομακρυσμένων χωριών και των πάλαι ποτέ κλειστών κοινωνιών), πέντε λίρες το δευτερόλεπτο (!!!).

Αν αυτό το βιβλίο κυκλοφορούσε εξαρχής στην αγγλική γλώσσα κι έβρισκε το δρόμο του προς τα χολιγουντιανά στούντιο θα εξασφάλιζε στο νεαρό συγγραφέα του την ελευθερία της φυγής σε παρα-μυθικούς, φανταστικούς κόσμους. Το ελπίζω και του το εύχομαι.

Στο τέλος, στο κάτω-κάτω της γραφής, οφείλω να πω και μερικά καλά λόγια για τους μεταφραστές αυτού του μυθιστορήματος, που ανέλαβαν κι έφεραν εις πέρας με επιτυχία το εγχείρημα να πλάσουν μια απολύτως ρέουσα και συναρπαστική ελληνική εκδοχή του. Ο Παναγιώτης και η Γκορίτσα Πολύδωρα ξέρουν τόσο καλά την ελληνική γλώσσα και τη χειρίζονται με αξιοσημείωτη λογοτεχνικότητα, που τους προτρέπω να επιδοθούν και στα δικά τους πρωτότυπα κείμενα (ή να τα δημοσιεύσουν, αν έχουν ήδη ριχτεί στην απέλπιδα περιπέτεια της γραφής).