Magnum opus

Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι είναι μάλλον αδύνατον να γράψω όλα όσα θέλω να πω γι’ αυτό το μυθιστόρημα-έπος του σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενου Garth Risk Hallberg (έχει εκδώσει και μια νουβέλα το 2007, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει σύγκριση με την «Πόλη στις φλόγες»), θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ δίνοντας έμφαση σε εκείνα που κατά την εκτίμησή μου πρέπει οπωσδήποτε να ειπωθούν.

Καταρχάς, παρά τον όγκο του (και το βάρος του, που είναι θέμα ο χειρισμός του στη διάρκεια της ανάγνωσης), είναι σημαντικό να διαβαστεί από τους αναγνώστες που αγαπούν τη λογοτεχνία και κυρίως το σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα, διότι είναι αλήθεια πως μας έχει δώσει εξαιρετικά βιβλία τα τελευταία χρόνια (και δεν μιλάω για τους καταξιωμένους του είδους, αλλά για τους νεότερους συγγραφείς γεννημένους τη δεκαετία του ’70 όπως και ο Hallberg). Πρέπει να διαβαστεί και από όσους έχουν σοβαρές φιλοδοξίες να γράψουν ένα μυθιστόρημα που θα ξεφεύγει από τα τετριμμένα: πρόκειται για σεμινάριο δημιουργικής γραφής τόσο ως προς τη χρήση του λόγου και την τέχνη της, όσο και προς την αριστοτεχνική πλοκή. (Προσωπικά, τρομάζω και μόνο στην ιδέα τού πόση δουλειά, χρόνο και ενέργεια εμπεριέχει αυτό το κείμενο.)

Μετά από αυτά τα εισαγωγικά, θα επιχειρήσω να συμπυκνώσω την πλοκή -καθόλου εύκολο εγχείρημα στη συγκεκριμένη περίπτωση: στο κέντρο της ιστορίας που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη (ουσιαστικά η πόλη είναι η βασική πρωταγωνίστρια του βιβλίου, με τον λατρευτικό τρόπο που το έκαναν οι κλασικοί Γάλλοι συγγραφείς για το Παρίσι), από τα τέλη του 1976 έως τη νύχτα του μεγάλου μπλακ άουτ τον Ιούλιο του 1977, βρίσκεται η δολοφονική επίθεση που δέχεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μια νεαρή φοιτήτρια, που επιχειρεί να καταγράψει μέσα από το underground περιοδικό της, τη νεοαναδυόμενη πανκ σκηνή της πόλης και την κουλτούρα της. Αυτό το γεγονός είναι η σκανδάλη των εξελίξεων αλλά και ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μας βάλει στις ζωές των πολλών ηρώων της ιστορίας, που με έναν άλλοτε έμμεσο και άλλοτε άμεσο τρόπο συνδέονται με τη ζωή της κοπέλας που βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο.

Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Ένα επίδοξος Αφροαμερικανός συγγραφέας που βρίσκει πρώτος την τραυματισμένη κοπέλα καθώς φεύγει από το πρωτοχρονιάτικο πάρτι μιας από τις πιο πλούσιες και ισχυρές οικογένειες της πόλης, της οποίας το «μαύρο πρόβατο» αποτελεί ο πανκ μουσικός και ζωγράφος, σύντροφός του. Η αδερφή του συντρόφου του, που προσπαθεί να διαχειριστεί ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων την επερχόμενη καταστροφή του πατέρα της από την εμπλοκή της εταιρείας σε ένα οικονομικό σκάνδαλο, ενώ παράλληλα αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα με ένα επώδυνο διαζύγιο και δύο ανήλικα παιδιά. Ένας μπερδεμένος έφηβος, φίλος του θύματος και κρυφά ερωτευμένος μαζί της, που επίσης προσπαθεί να μάθει τι συνέβη εκείνο το βράδυ που είχαν ραντεβού στο πάρκο – ποιος τη βρήκε πριν από εκείνον και γιατί θέλησε να της κάνει κακό; Ένας αστυνομικός της παλιάς σχολής με κινητικά προβλήματα που ερευνά την υπόθεση και ένας παραιτημένος από τη ζωή δημοσιογράφος που αρχίζει επίσης τη δική του προσωπική έρευνα. Και βέβαια, οι «μετανθρωπιστές», μια πανκ κολεκτίβα της οποίας ο ηγέτης, με το ταιριαστό όνομα Νικ Χάος, ετοιμάζει για την πόλη αυτό ακριβώς που δηλώνει το ψευδώνυμό του. Για το τέλος, ο «Δαίμονας Αδελφός»… αλλά αυτόν πρέπει να τον απολαύσετε σε όλο του το μεγαλείο καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά… (Σας φάνηκαν πολλοί; Κατέγραψα εδώ μόνο τους βασικούς!)

Πάνω στο αστυνομικό ας πούμε υφάδι μιας δολοφονικής επίθεσης χωρίς φανερό αίτιο (παρά ίσως μόνο εκείνο μιας τυχαίας ληστείας;), ο συγγραφέας υφαίνει με απίστευτη τέχνη τις ιστορίες όλων των προσώπων (το παρελθόν τους, τις σκέψεις και τους φόβους τους, τους έρωτές τους ακόμα και το μέλλον τους που ο αναγνώστης το μαθαίνει πριν από αυτούς), ενσωματώνοντας στο κείμενο χειρόγραφά τους, καλλιτεχνικά πρότζεκτ, ένα ολόκληρο τεύχος fanzine, αξιολογήσεις από ψυχολόγους, φωτογραφίες… Όχι τυχαία, αλλά σκόπιμα αφού μέσα από το καθένα από αυτά τα στοιχεία μας δίνει και ένα κομμάτι της αλήθειας για το τι συνέβη εκείνο το πρωτοχρονιάτικό βράδυ. Όλα και όλοι καταλήγουν στην κάθαρση: στη νύχτα του μπλακ άουτ του 1977 όπου η πόλη κυριολεκτικά τυλίχθηκε στις φλόγες, αλλά το ίδιο συμβαίνει και στις ζωές των ηρώων. Άλλοι επιζούν, άλλοι όχι, αλλά οι επιζώντες δεν θα είναι πια οι ίδιοι άνθρωποι μετά από εκείνη τη νύχτα.

Αν φτάσατε μέχρι εδώ, θα έχετε προφανώς καταλάβει ότι το βιβλίο το λάτρεψα από κάθε άποψη, το ζήλεψα γιατί και το ταλέντο και η τέχνη του συγγραφέα είναι άλλου επιπέδου και το προτείνω με ζήλο ευαγγελιστή ιεροκήρυκα. Προσωπικό και θερμό ευχαριστώ στο συγγραφέα για τον ευφυή τρόπο με τον οποίο εντάσσει στο βιβλίο του τις διακειμενικές αναφορές που είναι πολλές. Αν το πιάνεις είναι εντάξει, σου κλείνει φιλικά το μάτι, «το έχεις διαβάσει κι εσύ, έτσι;». Αν όχι, δεν έχει σημασία διότι ούτε επίδειξη γνώσεων θέλει να κάνει ούτε τον αναγνώστη να αισθανθεί ηλίθιος. Και δεύτερο ευχαριστώ, γιατί αν και υπάρχουν σχετικά σκηνικά, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την εύκολη λύση της βίας εναντίον των ζώων. Γενικά αν και τα γεγονότα που περιγράφει είναι βίαια και κάποια τραυματικά, αυτό που κρατάς δεν είναι η βία αλλά το ανθρώπινο δράμα.

Μερικά ακόμα πράγματα που πρέπει να ειπωθούν: απίστευτα πραγματικοί χαρακτήρες, υπέροχες και καθόλου κλισέ ή κουραστικές περιγραφές της πόλης και των κατοίκων της, εξαιρετικό αποτέλεσμα ως προς την απόδοση της εποχής και αποσπάσματα που σε κάνουν πραγματικά να σταματήσεις να διαβάζεις και να τα σκεφθείς. (Το μισό βιβλίο έχει τσαλακωμένες τις κάτω σελίδες του, αφού με αυτό τον τρόπο τα μαρκάρω για να τα αναζητήσω ξανά.) Κι αφού φτάσατε στο τέλος αυτού του κειμένου, μια μικρή ανταμοιβή, ένα από τα καλύτερα κατά τη γνώμη μου αποσπάσματα της «Πόλης στις φλόγες», από μια ερωτική σκηνή:

«Υπάρχει μια δύναμη μέσα σου που δεν έχει εκφραστεί ποτέ. Που ίσως να μην είναι εκφράσιμη. Και αυτός είναι ο λόγος που μερικές φορές η λέξη γαμιέμαι είναι η πιο όμορφη στη γλώσσα».