«Ο Σεργκέγιτς θυμήθηκε ένα όνειρο που είχε δει παλιά, την άνοιξη του δύο χιλιάδες δεκατέσσερα, όταν τα παράθυρα της Μάλαγια Σταρογκράντοφσκα ήταν φωτισμένα, μα δίπλα τους γίνονταν εκρήξεις. Θυμήθηκε πως είχε δει ένα όνειρο πως ήταν μικρός, ξυπόλητος κι έτρεχε μέσα από το οργωμένο χωράφι προς το σπίτι του. Ο άνεμος και η βροχή του μαστίγωναν την πλάτη, πάνω του τα σύννεφα ήταν γκρίζα και βαριά, και κάποιος τον κυνηγούσε πότε με βροντές και πότε μ’ αστραπές. Έτρεχε στο οργωμένο και σπαρμένο χώμα, τα πόδια του βούλιαζαν, μα ο τρόμος βοηθούσε τα πέλματά του να ξεκολλούν από τη γη προκειμένου να σωθεί. Καθώς έτρεχε, κοιτούσε γύρω του και τις φλεγόμενες αστραπές που έπεφταν στη γη και νόμιζε πως το έδαφος κάθε φορά τρανταζόταν κι αυτός το ένιωθε. Έστρεφε το βλέμμα του στο χωριό του και έβλεπε πως άλλες, τελείως διαφορετικές εκρήξεις συνέβαιναν μπροστά του και τα χώματα φτάνανε ίσαμε τον ουρανό. Στάθηκε τότε, μέσα στον ύπνο του, και σκέφτηκε: πού να τρέξω τώρα; Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξύπνησε την άνοιξη του δεκατέσσερα. Το όνειρο είχε χαθεί μα οι εκρήξεις συνεχίζονταν, ίδιες κι απαράλλαχτες μ’ εκείνες που άκουγε στο όνειρό του, Συνεχίστηκαν μέχρι την αυγή.» (σελ. 310-311)
Ο Σεργκέι Σεργκέγεβιτς είναι μελισσοκόμος και ζει στην «γκρίζα ζώνη» του Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία. Στο χωριό του, τη Μάλαγια Σταρογκράντοφσκα, έχουν απομείνει μόνο δύο κάτοικοι, αυτός και ο παλιός συμμαθητής του, ο Πάσκα Χμελένκο, με τον οποίο δεν έχει καλές σχέσεις. Όλοι οι υπόλοιποι συγχωριανοί έχουν φύγει για να γλιτώσουν από τον πόλεμο, που μαίνεται στην περιοχή εδώ και τρία χρόνια. Στο χωριό το ηλεκτρικό ρεύμα έχει κοπεί.
Το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει τον Σεργκέγιτς είναι οι μέλισσές του. Αντίθετα, ο Πάσκα έχει κάτι ύποπτες δοσοληψίες με τις αντιμαχόμενες πλευρές, τον ουκρανικό στρατό από τη μια και τα «παλικάρια με τους Ρώσους διεθνιστές στρατιωτικούς» από την άλλη. Όταν θα μπει η άνοιξη, ο Σεργκέγιτς θα ξεκινήσει ένα ταξίδι για τις μέλισσές του. Και σ’ αυτή τη διαδρομή θα γνωρίσει –και θα γνωρίσουμε κι εμείς μαζί του– άλλους τόπους της χώρας του και τη σχέση της με τον μεγάλο γείτονα, τη Ρωσία. Εξάλλου, προορισμός του Σεργκέγιτς είναι η Κριμαία, η ουκρανική χερσόνησος που προσάρτησε η Ρωσία το 2014. Εκεί ζει ο Τατάρος συνάδελφός του, ο Αχτιόμ, που είχε γνωρίσει πριν από κάμποσα χρόνια σε ένα συνέδριο μελισσοκόμων.
Ο Σεργκέγιτς είναι ένας άνθρωπος απλός, ήσυχος, αυτάρκης – ίσως και λίγο μονόχνωτος. Η πρώην γυναίκα του επέστρεψε με την κόρη τους στην πόλη της και η επικοινωνία τους είναι πολύ αραιή, αν όχι ανύπαρκτη. Έχει μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος – και μάλλον τα καταφέρνει μέχρι στιγμής. Αλλά θα βρεθεί σε δύσκολες στιγμές και θ’ αντιμετωπίσει επιθετικότητα ως «ξένος» στο ταξίδι του, την ίδια στιγμή που το ουκρανικό διαβατήριό του θα του επιτρέψει να μετακινηθεί με σχετική άνεση μέσα στη χώρα και να περάσει διάφορους ελέγχους, πότε από τη ρωσική, πότε από την ουκρανική πλευρά.
Ο Κούρκοφ σκιαγραφεί με χιούμορ και οξυδέρκεια τον ήρωά του και το ταξίδι του. Η μετάβαση από το (άτυπα) πρώτο στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητα, όμως υπάρχει μια σημαντική αλλαγή κλίματος και το ενδιαφέρον αυξάνεται συνεχώς μέχρι να εμφανιστούν οι «γκρίζες μέλισσες» του τίτλου, που, εκ των υστέρων, μπορούμε να διαβάσουμε σήμερα και ως προμήνυμα του κακού που θα ακολουθούσε.
Ωστόσο το βιβλίο, γραμμένο πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, μιλάει για τις μέλισσες, την αγάπη για τη φύση και τους ανθρώπους και εντέλει για τη ζωή – σε κάθε συνθήκη.