«Έτσι συνεχίστηκε: σκοτάδι, έπειτα φως· φως, μετά σκοτάδι. Τελείωσα το κρασί και βγήκα έξω να πάρω κι άλλο. Επέστρεψα, γδύθηκα και έπεσα στο κρεβάτι. Η άφιξη και η αναχώρηση των προσώπων συνεχιζόταν· ήταν λες και έβλεπα οράματα. Με επισκέπτονταν χιλιάδες διάβολοι, που και ο ίδιος ο Διάβολος δεν θα μπορούσε να τους ανεχτεί. Ήπια κι άλλο κρασί» (σελ. 20)
«Πώς διάολο να απολάμβανε κάποιος να τον ξυπνάει στις οκτώμισι το πρωί ένα ξυπνητήρι, να πετάγεται απ’ το κρεβάτι, να ντύνεται, να τρώει με το ζόρι, να καθαρίζει δόντια και μαλλιά, και να παλεύει με την κίνηση για να βρεθεί σε ένα μέρος όπου στην ουσία έβγαζες πολλά λεφτά για κάποιον άλλο και σου ζητούσαν να είσαι κι ευγνώμων για τη δυνατότητα να το κάνεις;» (σελ. 161)
Ο Αμερικανός ποιητής, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος Τσαρλς Μπουκόφκσι γεννήθηκε το 1920 στη Γερμανία και πέθανε το 1994 στο Λος Άντζελες. Σε ηλικία δύο ετών μεταναστεύει με τη Γερμανίδα μητέρα του και τον Πολωνοαμερικανό πατέρα του στο Λος Άντζελες, μία πόλη η οποία τον επηρέασε βαθιά στα γραπτά του. Επιρροές δέχθηκε επίσης από τη φυσική και ψυχολογική καταπίεση που υπέστη επί σειρά ετών από τον πατέρα του με τη συναίνεση της μητέρας του. Έπειτα από μία περίοδο ασωτίας και περιπλάνησης στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισε να εκδίδει ποιήματα και διηγήματα. Ξεκίνησε να αποκτάει φανατικούς θαυμαστές στην Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία και στη Γαλλία, όχι όμως στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς έχτιζε τον μύθο του προκλητικά και αντιδραστικά πάνω σε αρνητικές κριτικές και απαξιώσεις των έργων του από τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Έγραψε χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα τα οποία διακατέχονται από έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το εν λόγω έργο γράφτηκε το 1975, ενώ κυκλοφορούν επίσης το «Γυναίκες» (1978), «Τοστ ζαμπόν» (1982), “Hollywood” (1989), “Pulp” (1994) και πολλά άλλα.
Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθούσαν να εκδίδονται βιβλία του με ανέκδοτο υλικό, ενώ ακόμα και σήμερα επανεκδίδονται τα έργα του. Θεωρείται πατέρας του λογοτεχνικού κινήματος του Βρόμικου Ρεαλισμού, το οποίο πηγάζει από τον Μινιμαλισμό και βασίζεται στην αφαιρετική αφήγηση, στην οικονομία των λέξεων, στις επιφανειακές περιγραφές, ενώ οι ήρωες των έργων είναι κοινότυποι χαρακτήρες και κυρίως βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, όπως αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, τυχοδιώκτες, παρίες και καιροσκόποι. Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ τον χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο ποιητή της Αμερικής, ενώ το έργο του αγαπήθηκε από τον απλό κόσμο, και έγινε σύμβολο για τους ανθρώπους με εξαρτήσεις, αδυναμίες και ανικανότητες.
Στις ΗΠΑ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο περιπλανώμενος, φτωχός, αγαπημένος θαμώνας των απανταχού μπαρ και επίδοξος συγγραφέας Χένρι «Χανκ» Τσινάσκι φθάνει στη βροχερή Νέα Ορλεάνη και βρίσκει δουλειά σε ένα κατάστημα διανομής περιοδικού Τύπου, όπου τέσσερις ημέρες αργότερα υποβάλλει την παραίτησή του, επειδή δεν εισακούστηκε το αίτημά του για αύξηση. Στην επόμενη δουλειά στέριωσε για πέντε μέρες. Παίρνει το τρένο και καταλήγει στο σπίτι των γονιών του στο Λος Άντζελες. Αναζητεί ξανά δουλειά, καταδικάζεται στην Κομητειακή Φυλακή, τον αποφυλακίζει ο πατέρας του, εργάζεται σε μία αποθήκη ανταλλακτικών και νοικιάζει μόνος του έναν κοιτώνα. Παρατάει τη δουλειά του και αποφασίζει να πάει στη Νέα Υόρκη. Εκεί βρίσκει νυχτερινή δουλειά σε μία διαφημιστική εταιρία και μετά σε ένα εργοστάσιο σκυλοτροφής. Πηγαίνει στη Φιλαδέλφεια και από εκεί στο Σεντ Λούις, όπου βρίσκει δουλειά σε ένα κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων, ενώ παράλληλα γράφει διηγήματα. Επιστρέφει στο Λος Άντζελες, γνωρίζει απίστευτους ανθρώπους και καταλήγει στο Μαϊάμι, αλλά γρήγορα επιστρέφει πάλι στο Λος Άντζελες και στην αγαπημένη του Τζαν, όπου αλλάζει πάλι αναρίθμητες δουλειές.
Ο ήρωας του έργου είναι ένας απένταρος μέθυσος, γυναικάς και τζογαδόρος, ο οποίος μετά βίας επιβιώνει λαμβάνοντας το επίδομα ανεργίας, αλλά προσπαθεί να γίνει συγγραφέας με διηγήματα όπως το «Η Μπιρόβια Καρδιά Μου Είναι Πιο Λυπημένη Απ’ Όλα Τα Νεκρά Χριστουγεννιάτικα Δέντρα Του Κόσμου» (σελ. 82), και με μυθιστορήματα όπως το «Στάζει η Βρύση της Καταστροφής Μου» (σελ. 71). O πρωταγωνιστής δεν είναι τίποτα άλλο από τον εναλλακτικό εαυτό (alter ego) του συγγραφέα. Οι φυλετικές διαφορές, το σεξ και οι σκληροί διάλογοι συνυπάρχουν με το αέναο υπαρξιακό ταξίδι και την αίσθηση της αποστασιοποίησης από την αληθινή οικειότητα, όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει στο οπισθόφυλλο ο ποιητής Neeli Cherkovski. Οι “Times Literary Supplement” το θεωρούν αστείο, έξυπνο, διεισδυτικό και ειλικρινές, ενώ για το “Uncut” είναι ένα ξεκαρδιστικό χρονικό και απλά ο βρόμικος ρεαλισμός από τον νονό της λογοτεχνίας του περιθωρίου. Ο αναγνώστης από την άλλη πλευρά, είτε θα το αποποιηθεί είτε θα το λατρέψει, αλλά το βέβαιο είναι ότι θα γελάσει με την καρδιά του (με τη βοήθεια του μεταφραστικού έργου του Μάντη), θα γοητευτεί από την απλότητα της γραφής και θα κατανοήσει το διαχρονικό φαινόμενο που ονομάζεται Τσαρλς Μπουκόφσκι. Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στην έβδομη τέχνη το 2005 με τον ομώνυμο τίτλο “Factotum” με πρωταγωνιστή τον Ματ Ντίλον.