Ο διεθνής Ποιητής και Άνθρωπος των Γραμμάτων Ντίνος Σιώτης εξελίσσεται αενάως διατηρώντας τη σεμνότητα των πραγματικά μεγάλων Πνευματικών Διδασκάλων.

Είναι σημαντικός γιατί είναι σεμνός και ταπεινός. Είναι πολύτιμος κι αναντικατάστατος γιατί είναι ανιδιοτελής, μάχεται ΥΠΕΡ ΑΔΥΝΑΜΩΝ, θεσμοθετεί βραβεία, εκδίδει περιοδικά, διοργανώνει φεστιβάλ, συνομιλεί με την εποχή του κι εξασκείται καθημερινά στην ενσυναίσθηση.

Μαχητικός και μάχιμος ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ της έκφρασης, με σαφή αίσθηση του Δικαίου.

Αυτά όλα αντανακλώνται σε αυτό το φίλεργο πόνημα που μοιάζει ως πνευματική Παρακαταθήκη (αν όχι και διαθήκη) ενός ανήσυχου πολιτιστικού κυττάρου.

Αυτοσαρκασμός και υποδόρια καλόγνωμη ειρωνεία είναι αυτά που χαρακτηρίζουν από δομικής-αισθητικής πλευράς το πολυσέλιδο ετούτο ποίημα με διαρκείς επωδούς και ανερχοκατερχόμενα crescendo δίκην δερβίσικου στροβιλισμού.

Θεματολογία-ιδεολογία και μορφική τεχνοσύνη συνάδουν εις την δημιουργίαν ενός διαχρονικού καταγγελτικού πονήματος, που θίγει σαφώς τα κακώς κείμενα της σαθρής μεταιχμιακής εποχής μας.

Ο κόσμος του Πολιτισμού δεν απέχει της διαφθοράς, αλλά συμμετέχει ενίοτε ενεργώς, ενεργότατα, εκών-άκων…

Κανείς και τίποτα δεν ξεφεύγει από το βιτριολικό νυστέρι του μεγάλου δραματουργού που χειρουργεί άνευ αναισθητικού.

Έντονο το δραματικό στοιχείο μέσω της χαρακτηριολογικής προφορικότητας που διαμορφώνει το υφολογικό στίγμα της Ποιητικής του Τήνιου Ντίνου Σιώτη.

Μερικά ανθολογημένα αποσπάσματα συναπαρτίζουν –κατά τη γνώμη μου– ένα άλλο συνδημιουργικό ποίημα.

 

Ποίημα διάσημο σε γειτονιά χωρίς γείτονες […]

 

Είμαι εδώ για να γράψω το πραγματικό ποίημα,

το ποίημα που με συνεπαίρνει και με συναρπάζει

συθέμελα, πότε με στέλνει σε ουράνια πελάγη και

 

πότε με προσγειώνει σε φώτα μεσημβρινά, ποτέ

όμως δεν μ’ αφήνει αδιάφορο […]

***

είμαι

 

ένα διάσημο ποίημα, λίγοι με διαβάζουν αλλά

αν τύχει και μπει κανείς στον πειρασμό και με

ανοίξει σε όποια σελίδα κι αν πέσει θα βρεθεί

 

σε έναν μεγάλο κόσμο, τόσο μεγάλο που καμιά

ηλιαχτίδα δεν μπορεί να τον καλύψει ολόκληρο,

καμιά ομορφιά δε μπορεί να τον στραγγίξει […]

 

Ο αφηγητής, η πρωτοπρόσωπη ποιητική φωνή ομιλεί ως τρίτο ενικό πρόσωπο («το διάσημο ποίημα»). Ίσως αυτή είναι μια έμμεση διαμαρτυρία κατά του ναρκισσιστικού εγωκεντρικού-ατομοκεντρικού παραποιητικού λόγου της παραζαλισμένης μεταβατικής, μεταιχμιακής εποχής μας.

Συνεχίζω την επιλεκτική σταχυολόγηση:

 

[…] ο πύρινος ήλιος ψηλά περιμένει να του κάνουν χώρο

τα σύννεφα για την ηρωική του κατάβαση στα

 

ανθρώπινα εδάφη, να τα γονιμοποιήσει, να τα

ζεστάνει, ίσως ν’ ακούσει τη χωμάτινη μουσική

τη στιγμή που γυμνοσάλιαγκες και σκουλήκια με

 

σκουλαρίκια διαβάζουν το μυθιστόρημα ενός μυθικού

τούνελ με μειωμένο οξυγόνο, συνεπές στο ραντεβού

του με τα ηγετικά βλέμματα όσων υποδύονται

 

ακέραιους χαρακτήρες, στο δρόμο της φυγής το φως

καταβάλλει κέρματα-διόδια σε σφριγηλούς κωπηλάτες

που διασχίζουν τα παγωμένα νερά του Αχέροντα […]

***

[…]

γίνομαι σκαφτιάς της ερήμου, ξεπροβοδίζω καναλάρχες,

μεγαλοπαράγοντες της άρχουσας τάξης, της ιθύνουσας

κοινωνικής ανισότητας, τους πάω για εθελουσία έξοδο,

 

δεν συνεργάζονται, δεν υπακούν, θέλουν παγκόσμια

αναταραχή κι αδημονούντα εμφύλιο πόλεμο, κάνουν

πως δεν ακούνε το βουητό της επερχόμενης οργής

 

(η αλήθεια είναι πως σκάβω γιατί δεν δέχομαι τα

πράγματα όπως είναι, δεν δέχομαι τη ζωή όπως έχει,

δεν παραδέχομαι την ήττα ως εναλλακτική λύση) […]

***

[…]

θα άφηνα προσεκτικά απ’ έξω όσα

θα έβαζα μέσα αν ήμουν κάποιο άλλο ποίημα, θα

άναβα το φως στις σκοτεινές κάμαρες και στις

 

σκοτεινές πόλεις αν είχα τις δυνάμεις να το κάνω,

προς το παρόν βολεύομαι μ’ ένα κλαμπ σάντουιτς,

νιώθω σαν να με απειλούν τα πάντα, οι προθέσεις

 

τους, οι ιδέες τους, οι παλινωδίες τους, νιώθω πως

δεν είμαι πια αρεστός στους αγκυροβολημένους

κυματισμούς των προσκυνητών, οι χειρισμοί τους

 

μ’ έχουν αποθαρρύνει […]

***

[…] τώρα σκαρφαλωμένο ψηλά σε ανεμόσκαλα βυθού,

θα ξυπνήσουμε την αυγή απ’ το ανατολικό φως,

θα περπατήσουμε ξυπόλητοι στη βεράντα να δούμε

 

τη θάλασσα, θα σ’ αγκαλιάσω και θα μ’ αγκαλιάσεις,

θα σε φιλήσω και θα με φιλήσεις,  δεν θα με ξαναδείς

ποτέ μουτρωμένο κι ας μπαίνει κρύος ο αέρας απ’ την

 

ανοιχτή μας ζωή, τα νερά με το άρωμα της άνοιξης θα

κυματίζουν ανάμεσά μας, με κερνάς ένα κεράσι, σε

κερνάω έναν καφέ, μου φέρνεις την εφημερίδα, σου

 

φέρνω τα γυαλιά και το κινητό σου να κυλήσεις τις

ειδήσεις, επιστρέφουμε στα χρόνια μας για άλλη μια

φορά, επιστρέφουμε στη μόνη αλήθεια που ξέρουμε,

 

επιστρέφουμε ο ένας στον άλλον, δε μας λείπει τίποτε […]

***

[…] όπως χωρικός που δεν κατανοεί

 

πώς λειτουργεί η τοκογλυφία και χτυπά το κεφάλι του,

πέρασαν πολλά χρόνια από χθες, από τότε δηλαδή

που ξέχασα πώς να ζω σε σκοτεινές σπηλιές, από

 

τότε δηλαδή που τα λεπτά της ώρας δεν κυλούσαν

απλώς αλλά κατρακυλούσαν πάνω στα δικά σου,

λες και τα διέτρεχε ηλεκτρικό ρεύμα σφραγισμένο

 

απ’ τα φιλιά μας απ’ όταν ήμασταν νέοι, από τότε

άλλαξαν πολλά, δεν είμαι σε θέση να πω ακριβώς

πόσα, πάντως σίγουρα ο δρόμος για το ταχυδρομείο […]

***

[…] αναγορεύομαι σύμμαχος των συμμαχικών δυνάμεων

της καλοσύνης, αν και δεν είμαι θρήσκο τυγχάνω

αφοσιωμένο στους προστάτες άγιους των φτωχών,

 

οικοδομώ οπτικό πεδίο το οποίο τα πανθ’ ορά κατά

τον Αισχύλο, ελέγχω τα σημεία όπου κινούνται οι

εκκρεμότητες της ημέρας […]

***

[…] αυτό το ποίημα δε θα επαναληφθεί, μάρτυς μου ο

θεός, το ντελίριο δισταγμών δε θα επαναληφθεί,

οι κοκαλιάρες μέρες που προκαλούν σπασμούς

 

στους φτωχούς δε θα ξανάρθουν, και αυτά τα

αστέρια που μας κοιτάνε αμίλητα χωρίς να λένε

λέξη ας πάνε πιο κει στην άκρη του διαστήματος

 

να μη μας ενοχλούν, μάρτυς μου ο θεός που με

κοιτά σα να είμαι η παρτιτούρα του, λεξικά

φτιαγμένα από σβέλτες λέξεις εισαγωγής δεν

 

έχουν θέση στις βιβλιοθήκες μας, το λέω και το

πιστεύω, δίνω ιερή υπόσχεση ν’ αναθεωρήσω τις

απόψεις αν ο θεός δεχθεί να είναι μάρτυς μου,

 

τώρα που είμαι στα τελειώματα δε θυμάμαι πότε

ξεκίνησαν τα αρχινίσματα, δε θυμάμαι πότε μου

μίλησαν για τη ζωή όλοι αυτοί οι παρατρεχάμενοι

 

του θανάτου που δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει ζωή, όλοι

αυτοί που γέμισαν φυτοφάρμακα τον πολιτικό βίο της

χώρας και τώρα παριστάνουν τις αθώες περιστερές,

 

δεδομένου πως τίποτε δεν είναι αυτονόητο σ’ αυτή την

Ελλάδα, ούτε οι ανόητοι, ούτε ο σατανάς που δε φοβάται

το λιβάνι ή τη μοίρας το σιντριβάνι ή ενός ψυχίατρου το

 

ντιβάνι, οπότ’ εγώ το διάσημο και φανταστικό ποίημα

σκύβω ταπεινά μπροστά σας ομολογώντας πως είμαι

καταδικασμένο να ζω χωριστά απ’ το πραγματικό.

Αυτή είναι ποίηση, μαχητική, τολμηρή, ρηξικέλευθη, από έναν κοσμοκαλόγερο του καιρού μας, που βλέπει από ψηλά τη Δήλο του Ανεσπέρου Φωτός.

Καλείται ο «επαρκής αναγνώστης» να συνδιαμορφώσει το δικό του/της «μετα-ποίημα» προβαίνοντας σε ανασύνθεση-ανασύνταξη ψηφίδων τεχνηέντως δομημένων.

Εδώ η αποδόμηση δεν έχει θέση. Η παραδοσιακή Ποίηση συναντά τη Νεωτερικότητα και υπερβαίνει τη Μετα-Νεωτερικότητα. Μετά το «μεταμοντέρνο» λοιπόν γυρίζουμε σε δοκιμασμένες αφηγηματικές τεχνικές.

Βιβλίο που αξίζει όλα τα βραβεία του κόσμου.