Σε αυτήν την τέταρτη ποιητική συλλογή της αραιογράφου και ολιγογράφου Λαμιώτισσας ποιήτριας διακρίνονται (σαν σε ακτινογραφία) τεσσάρων ειδών ποιήματα: ποιητικής, πολιτικά, ερωτικά, στοχαστικά-συμπαντικά.

Τριάντα και πέντε εν συνόλω ασκήσεις ύφους, αφηγηματικές παρεκτροπές, ημερολογιακές καταγραφές, ποιητικές απολαύσεις, αισθητικές ηδονές, όπου ο πόνος ως σύντροφος ανεπιθύμητος εν πολλοίς αντιστρέφεται συν τω χρόνω και η οδύνη αναγραμματίζεται σε ηδονή απαράγραπτη.

Καθόλου ναρκισσισμός, ουδεμία αυτο-εξομολογητική μανία, εκφραστική λιτότητα, το αντίθετο της λογοδιάρροιας, φαίνεται πως η σεμνή και διακριτική ποιήτρια έχει κεντήσει με τα χρόνια τον γλωσσικό της κώδικα έτσι που κλείνοντάς μας το μάτι να λέει λιγότερα απ’ αυτά που υπονοεί και να σημαίνει περισσότερα απ’ αυτά που καταγράφει.

Αυτή η μάλλον σεμνή συστολή της δίνει στον λόγο της περαιτέρω αξία, δεδομένου ότι αποφεύγοντας να κραυγάσει σημαίνει περισσότερα κι από την ίδια τη σιωπή που κοιλοπονά το έρεβος και τίκτει το Χάος. Σκέφτομαι πολλές φορές πως κάθε ποιητική μας απόπειρα για έξοδο από τη μόνωση του κελιού μας αυξάνει την εντροπία του συστήματος (ή μήπως τη μειώνει;). Κι όταν λέμε σύστημα δεν εννοούμε βεβαίως τον στενό ιδιωτικό μας χώρο και τον προσωπικό μας κόσμο αλλά τη Γη ως ταλαιπωρημένο πλανήτη που μοιάζει να τον συμπονά και να τον δικαιολογεί για τις μελλοντικές και παρελθούσες βιαιοπραγίες του η περιεκτική ποιήτρια.

Στην κατηγορία των στοχαστικών-συμπαντικών θα έλεγα ποιημάτων της διακρίνεται μία ανάγκη (σωματική σχεδόν) για εκ-στάση, εκ-τάση, εκ-τίναξη προς τα έξω και προς τα πάνω, εκρηκτική αλλά όχι καταστροφική, σημαδιακή αλλά όχι απαραιτήτως και σημαίνουσα για τους άλλους παρά μόνον για την ίδια που φαίνεται σαν να ασφυκτιά στην πλήξη μιας προκατασκευασμένης ζωής «σε τιμή ευκαιρίας» (όπως διατυμπανίζει ευστόχως στο ποίημά της «Ιδέες» της σελίδας 12). Αποφεύγω εδώ να παραθέτω ποιήματα ή και αποσπάσματα ακόμα, όχι μόνον γιατί θεωρείται (δικαίως ή αδίκως) κριτική δυσπραγία και συνθετική αμηχανία, αλλά γιατί γενικά ως πνευματικός άνθρωπος αντιπαθώ την υπερ-ανάλυση που καταλήγει ενίοτε σε τραγελαφικά αποτελέσματα.

Ο στίχος της Ξανθής Κουτσογιάννη είναι κοφτός και κρουστός, δεν ξεχειλώνει, δεν χάνει τον ρυθμό του, δεν υπερτερεί εις βάρος του νοήματος. Είναι μετρημένος «τόσο-όσο», καλοζυγισμένος στο μέτρο του δυνατού ανάμεσα στη σχόλη και στην ανάγκη για μια ακόμα ανάσα ποιητική, για μια απόδραση έξω από το χωροχρονικό συνεχές μιας ζωής προμελετημένης και πεζής εν τάχει…

Η ποιητική της είναι ευλόγως συνυφασμένη με το προφανές προκειμένου να ερωτοτροπήσει με το Άφατο.