Το σπίτι, η οικία: χώρος ασφάλειας από τις εξωτερικές απειλές, τόπος αναμνήσεων και καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές. Είμαι σίγουρη ότι για κάποιους αυτές είναι οι συνειρμικές φράσεις που συνοδεύουν τη λέξη σπίτι. Στο Σαράκι της Ισπανίδας Λάιλα Μαρτίνεθ, όμως, το σπίτι είναι ζωντανό, κρατάει την ανάσα του, γέρνει πάνω στους ενοίκους και διαθέτει μια ντουλάπα που είναι γεμάτη ψυχές, ενίοτε και ζωντανούς.

Αυτό το σπίτι, σε ένα παρηκμασμένο χωριό της ισπανικής επαρχίας (που θα μπορούσε, ωστόσο, να βρίσκεται σε οποιαδήποτε χώρα), ένα χωριό σημαδεμένο από τις αδικίες, από τα εγκλήματα και από τη βία του εμφυλίου πολέμου, κατοικείται από τις δύο ανώνυμες αφηγήτριες, γιαγιά και εγγονή. Αυτές «συμβιώνουν» με το σπίτι και αναλαμβάνουν να αφηγηθούν την ιστορία των γυναικών της οικογένειας, μια ιστορία η οποία φέρει σφραγίδα βίας και οργής. Η γιαγιά, η οποία βλέπει οπτασίες αγίων και πέφτει σε ένα είδος νάρκωσης, έχει μάθει να ζει στην απομόνωση του σπιτιού, μακριά από τους συγχωριανούς της που αποφεύγουν να την πλησιάσουν στο φως της μέρας, αλλά έρχονται κρυφά το βράδυ για να ζητήσουν τη βοήθειά της. Η εγγονή έχει μεγαλώσει συντροφιά με την απώλεια της νεαρής μητέρας, την οποία δεν θυμάται καν. Η τεταμένη σχέση με τη γιαγιά της γίνεται ακόμα πιο δύσκολη όταν θα προσληφθεί ως νταντά ενός μικρού αγοριού στο σπίτι των πλουσίων του χωριού, στο σπίτι όπου και η γιαγιά της είχε εργαστεί ως υπηρέτρια. Ώσπου η εξαφάνιση του αγοριού που έχει αναλάβει να φροντίζει την καθιστά βασική ύποπτη, στρέφει τους προβολείς της δημοσιότητας πάνω στις δύο γυναίκες και δίνει την ευκαιρία στους συγχωριανούς τους να στάξουν τη χολή τους σε απευθείας μεταδόσεις. Η εικόνα των γαλήνιων, μικρών χωριών αποδομείται ολοκληρωτικά.

Η νουβέλα της Μαρτίνεθ έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός καλού έργου τρόμου: ένα (σχεδόν ζωντανό) αλλόκοτο σπίτι, έπιπλα που κρύβουν φαντάσματα ή ψυχές, χέρια που ξεπροβάλλουν κάτω από τα κρεβάτια, ντουλάπες που αποτελούν πύλες εισόδου, αλλά ποτέ εξόδου. Σίγουρα πρόκειται για μια καλογραμμένη νουβέλα τρόμου, όμως ο τρόμος εδώ είναι το όχημα, το μέσον μέσω του οποίου εξιστορείται η κληρονομιά της βίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο: η βία του Εμφυλίου που έπαυσε αλλά δεν τελείωσε, η βία της ταξικής ανισότητας, η έμφυλη βία. Και φυσικά, αυτό το σπίτι δονείται από την αντίδραση του καταπιεσμένου, του υποταγμένου στις αποφάσεις άλλων, που όταν το σκοινί φτάνει στο έσχατο σημείο και κόβεται, μπορεί να οδηγηθεί σε ανεξέλεγκτες ενέργειες.

Η προφορικότητα του λόγου, η γλαφυρή περιγραφή του σπιτιού που ενσαρκώνει το μίσος και τη βία ολόκληρων γενιών, καθώς και ο κοφτός ρυθμός της αφήγησης προσδίδουν δυναμικότητα σε ένα οργισμένο αφηγηματικό κείμενο που, σίγουρα, επιχειρεί να σοκάρει τον αναγνώστη προκαλώντας τον να κοιτάξει το παρελθόν και ταυτόχρονα να σκεφτεί εάν υπάρχουν αναλογίες στη δική του πραγματικότητα.