Τόσο μακριά, τόσο κοντά

Τρία αδέρφια, ολωσδιόλου διαφορετικά μεταξύ τους. Τρεις φωνές που διηγούνται την ιστορία μιας φάρμας, κρυμμένης στις πλαγιές των βουνών, στη βορειοδυτική  Κολομβία. Τόσο κρυμμένης, που από αυτήν της την ιδιότητα παίρνει και το όνομά της: λέγεται La Oculta (η κρυμμένη), όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου.

Τα τρία αδέρφια της οικογένειας Άνχελ εκπροσωπούν τρεις διαφορετικούς τρόπους ζωής, και οι τρεις όμως σε ομόκεντρους κύκλους γύρω απ’ τη φάρμα, που είναι το κέντρο τους: η Πιλάρ (που είναι ο πυλώνας της οικογένειας, όπως σημαίνει το όνομά της και στα ισπανικά) είναι εκείνη που επιμένει να ζει με τον τρόπο των προηγούμενων γενιών και η μόνιμη κατοικία της είναι η φάρμα, η Εύα είναι απελευθερωμένη και δυναμική, και για μεγάλα διαστήματα της ζωής της μένει εκτός της φάρμας (όπως στο Μεντεγίν) και ο Αντόνιο, που χαϊδευτικά τον αποκαλούν Τόνιο, που παίρνει ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις και διαλέγει να ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Καμιά φορά σκέφτομαι πως ήμουν η τελευταία της οικογένειας που έζησε όπως η γιαγιάκα μου η Μίριαμ, η Εύα η πρώτη που έζησε όπως οι κόρες μου και ο Τόνιο ο πρώτος που έζησε όπως τα εγγόνια μου», συνειδητοποιεί η Πιλάρ.

Οι φωνές των τριών αδερφιών είναι στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ασυγχρόνιστες μεταξύ τους: οι αφηγήσεις της Πιλάρ, της Εύας και του Αντόνιο εναλλάσσονται, κάθε μια εστιάζοντας σε άλλο περιστατικό, σε άλλο χρόνο. Μέχρι το τέλος, όπου όλες οι φωνές συγχρονίζονται στο παρόν, στην οριστική απόφαση για την τύχη της φάρμας.

Η ιστορία της οικογένειας και της φάρμας τους είναι σε μεγάλο βαθμό και η Ιστορία της Κολομβίας: ο εποικισμός των ακατοίκητων περιοχών στα πανύψηλα βουνά της χώρας τον 19ο αιώνα, η ανέγερση των πρώτων οικισμών, η διανομή της γης στους εποίκους, η υλοτόμηση για να κερδηθεί καλλιεργήσιμη γη και να μετατραπεί το δάσος σε φάρμες, η πρώτη ηλεκτροδότηση της περιοχής. Είναι η αφήγηση μιας εποχής βιβλικής, και οι πρώτοι έποικοι αυτό το γνωρίζουν: μετά από πολλή σκέψη κι αφού εξετάσουν διάφορες εναλλακτικές, δίνουν στο χωριό τους το βιβλικό όνομα Χερικό, δηλαδή Ιεριχώς. Προσπαθούν να είναι εγκρατείς, να ζήσουν ενάρετα, τώρα που έφτασαν στη δική τους γη της επαγγελίας. Όμως και η δική τους περιοχή θα παρασυρθεί στη δίνη – της οικονομικής κρίσης, της βίας, των παραστρατιωτικών οργανώσεων, του αντάρτικου και των εμφυλίων, του εμπορίου ναρκωτικών. Η οικογένεια Άνχελ θα ζήσει από πρώτο χέρι αυτές τις ταραχώδεις περιόδους: θα πέσουν θύματα επίθεσης και απαγωγής, θα τους εκβιάσουν να πουλήσουν τη φάρμα και θα αναγκαστούν να πληρώσουν το λεγόμενο «εμβόλιο» ως εισφορά – προστασία, για να συνεχίσουν να μένουν στο πατρογονικό τους σπίτι.

Το δέσιμό τους με αυτή τη γη είναι, λοιπόν, το κεντρικό θέμα του βιβλίου, μέχρι και το τέλος του, όταν η οικοπεδοποίηση φτάνει μέχρι τα απόκρημνα βουνά της Οκούλτα και στην περιοχή τους κατασκευάζονται κλειστά συγκροτήματα με «πελώρια μέγαρα σε διάφορα στιλ: καλιφορνέζικο, Μπάουχάους, αποικιακό, ναρκομαφιόζικο. Σχεδόν όλα έχουν πισίνες, λιβάδια, στάβλους, υπαίθρια τζακούζι, σχεδιασμένους κήπους».

Πώς γίνεται τρεις τόσο διαφορετικοί άνθρωποι να νοιάζονται, ο καθένας με τον τρόπο του, για μια φάρμα που τους κληροδότησαν οι πρόγονοί τους; Γιατί μέσα στα τόσα προβλήματα, ακόμα και με κίνδυνο ζωής, αρνούνται για τόσο πολύ καιρό να πουλήσουν; Είναι μια «προγονική, αναχρονιστική προσκόλληση σ’ ένα αγροτικό ή χωριάτικο παρελθόν της οικογένειας [ …] απομεινάρι μιας παλιάς κουλτούρας, φυλετικής, αλλά χωρίς κανένα στήριγμα στον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο, στον αστικό και διεσπαρμένο […]»; Ή είναι μια ζωτική σύνδεση με το παρελθόν, χωρίς την οποία δεν μπορεί κανείς να ζήσει, ούτε καν σ΄ αυτόν τον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο;