«Οι λέξεις ζωντανεύουν, χορεύουν. Τη μια χτυπάνε τα πόδια δυνατά στο πάτωμα και την άλλη γλιστράνε, διαλύονται, ρουφάνε αχόρταγα η μια την άλλη και τότε όλα ησυχάζουν. Κι ακούγεται μόνο το χαρχάλεμα των πεσμένων φύλλων που κείτονται ανήμπορα στο χώμα» (σελ. 39-40)
Τα τελευταία χρόνια η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα για να κάνει γνωστό το θέμα της Κύπρου και ιδιαίτερα της Αμμοχώστου, της πόλης της. Από την πρώτη εμφάνισή της στη λογοτεχνία («Όταν θα πέσουν τα μαύρα», εκδόσεις Επιφανίου, 2004, Βραβείο Μυθιστορήματος από την Κυπριακή Δημοκρατία), η Αμμόχωστος είναι μία σταθερά στα περισσότερα μυθιστορήματά της.
Σε προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε επιχειρήσει να εξηγήσουμε πώς η αγάπη και η έγνοια για τη γενέθλια πόλη σαν να κατέτεινε στη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Της ντροπής» (Μελάνι, 2022). «Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας» (Μελάνι, 2024) είναι η λογοτεχνική καταγραφή της προσπάθειας να δώσει φωνή σε έναν αιχμάλωτο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974.
Ο Δημήτρης (Κάκης) Τουμαζής υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία όταν έγινε η τουρκική εισβολή: «Το πρωί της 20ής Ιουλίου, αμέσως μας φόρτωσαν σε φορτηγά απ’ το στρατόπεδό μας ανατολικά της Αμμοχώστου και μας πήγαν σε ένα εντελώς άγνωστο σημείο∙ κάπου νότια της Κερύνειας, δηλαδή πίσω από τον Πενταδάχτυλο, προς Λευκωσία» (σελ. 17). Τους είπαν να προχωράνε και να ρίχνουνε με όλμους. Δεν ήξεραν όμως ποιος ήταν μπροστά και δεν υπήρχε τρόπος να το μάθουν.
Μέχρι που, στη δεύτερη εισβολή, στις 14 Αυγούστου, τους συνέλαβαν οι Τούρκοι. Τους μετέφεραν αρχικά στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας και στη συνέχεια με το πλοίο στην Τουρκία. Ο Δημήτρης κατέληξε στις φυλακές της Αμάσειας, έμεινε εκεί σχεδόν τρεις μήνες. Τους δύο από τους τρεις, οι δικοί του τον είχαν για αγνοούμενο, αφού ο Ερυθρός Σταυρός δεν τον είχε καταγράψει ως αιχμάλωτο. Επιστρέφει στην Κύπρο και στις ελεύθερες περιοχές, ανήμερα της γιορτής του, στις 26 Οκτωβρίου 1974.
Η συγγραφέας στήνει το σκηνικό: ένα σπίτι, του Κάκη, στο Πήλιο, φθινόπωρο του 2023. Εκεί απομονώνεται για να γράψει. Έχει δίπλα της μια μαύρη τσάντα που περιέχει κάποια κείμενά του τα οποία θα προσπαθήσει να βάλει στη σειρά για να διηγηθεί την ιστορία του. Κάθε κεφάλαιο είναι μία ημερολογιακή καταγραφή. Ξεκινάει με τα λόγια του και ακολουθούν οι δικές της σκέψεις. Η ιστορία αυτή δεν είχε ειπωθεί μέχρι πριν από λίγο καιρό, όχι γιατί ο ίδιος δεν ήθελε, αλλά γιατί κανένας δεν τον ρώτησε: οι φίλοι του (ανάμεσά τους και η ίδια), γιατί νόμιζαν πως θα άνοιγαν ξανά μια πληγή, η πολιτεία, γιατί ποτέ δεν αποδέχθηκε την ευθύνη της απέναντι στους αιχμαλώτους σε αυτήν την ιστορία της προδοσίας.
Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη λέει πως δεν προσπαθεί να καταλάβει, ούτε να βρεθεί στη θέση του Κάκη Τουμαζή. Μπορεί όμως να ανασυστήσει την ιστορία μαζί του και να βοηθήσει, όσο μπορεί, στην επούλωση του τραύματος. Η γραφή είναι συγκλονιστική. Πηγαίνει βαθιά, ξύνει πληγές (και τις δικές της), αντικρίζει κατάματα την αλήθεια. Συμβάλλει έτσι στη διατήρηση της μνήμης, 50 χρόνια μετά, βροντοφωνάζει πόσο κακό πράγμα είναι ο πόλεμος και πόσο τραυματικός για εκείνους που βρέθηκαν με ένα όπλο στο χέρι να δίνουν μια μάχη εξαρχής χαμένη.