Η συλλογή “Αξολότλ και άλλα διηγήματα” κυκλοφόρησε το 2009, σε μια περίοδο ύφεσης της εκδοτικής δραστηριότητας περί τον Κορτάσαρ (αλλά και γενικότερα). Έκτοτε έχουν (επαν)εκδοθεί αρκετά βιβλία του, επιβεβαιώνοντας έτσι το αδιάπτωτο ενδιαφέρον για το έργο του.

Ο Κορτάσαρ έγινε μεν ευρύτερα γνωστός με το μυθιστόρημα «Κουτσό» του 1963, υπήρξε όμως κατεξοχήν διηγηματογράφος. Το «Αξολότλ και άλλα διηγήματα» εστιάζει ακριβώς σε αυτή τη μεγάλη παραγωγή μικρών πεζών, ανθολογώντας 19, από τα περισσότερα από εκατό που συνέγραψε: περιλαμβάνει διηγήματα από οκτώ διαφορετικές συλλογές, που καλύπτουν το διάστημα περίπου μιας τριακονταετίας (1950-1980), μεγάλο μέρος δηλαδή της συγγραφικής ζωής του Κορτάσαρ, όταν ζούσε στο Παρίσι.

Με τον τρόπο αυτό, η συλλογή μπορεί να λειτουργήσει σαν εισαγωγή στο έργο του, προσανατολίζοντας τον αναγνώστη στα διαφορετικά είδη διηγημάτων που συνέγραψε: μέρος των ανθολογούμενων κειμένων ανήκουν στο φανταστικό διήγημα, ή «νεοφανταστικό», όπως το ονομάζει στην εισαγωγή του βιβλίου η μεταφράστρια Ισμήνη Κανσή, αντλώντας από τη σχετική βιβλιογραφία. Στο φανταστικό ανήκει το διήγημα που δίνει  τον τίτλο του στο βιβλίο, το “Αξολότλ”: σε αυτό, ο αφηγητής επισκέπτεται τακτικά τις μεξικάνικες σαλαμάνδρες με το περίεργο όνομα αξολότλ, που εκτίθενται στο ενυδρείο του Βοτανικού κήπου στο Παρίσι, επειδή νιώθει μια μυστήρια έλξη προς αυτές. Στο τέλος του διηγήματος, με τρόπο που δεν εξηγείται, η έλξη γίνεται ταύτιση.

Πολλά από τα διηγήματα στο βιβλίο διερευνούν τις οικογενειακές σχέσεις, συχνά σε συνάρτηση με το θέμα της ασθένειας. Στη “Δεσποινίδα Κόρα”, ένας έφηβος νοσηλεύεται στο νοσοκομείο λόγω μιας απαραίτητης εγχείρησης. Τον φροντίζει κυρίως μια πολύ νεαρή, σχεδόν συνομήλική του, νοσοκόμα, η Κόρα. Ο τρόπος που το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης μεταβαίνει από τον νεαρό ασθενή στη μητέρα του, έπειτα στην Κόρα, και ξανά από την αρχή, κάποιες φορές μέσα στην ίδια πρόταση, χωρίς να μεσολαβεί ούτε τελεία, κι ωστόσο χωρίς ποτέ να χάνεται το νήμα, είναι απαράμιλλος.

“Η υγεία των αρρώστων”, που προέρχεται, όπως και η “Κόρα”, από τη συλλογή διηγημάτων “Όλες οι φωτιές η φωτιά”, είναι κείμενο αναφοράς για τον κλειστό κόσμο που μπορεί να είναι μια οικογένεια: όταν σκοτώνεται ο Αλεχάντρο, όλη η οικογένεια συμμετέχει στην απόκρυψη του γεγονότος από τη μητέρα του, προσπαθώντας να προστατεύσουν την εύθραυστη υγεία της. Η μητέρα συμμετέχει σε αυτή τη νέα σκηνοθεσία της πραγματικότητας, προσπαθώντας κι αυτή με τη σειρά της να καθησυχάσει τους ανησυχούντες για εκείνη.

Στο “Η Λιλιάνα κλαίει”, ένας ασθενής σε τελικό στάδιο αναλογίζεται τη ζωή της γυναίκας του όταν εκείνος δε θα υπάρχει, και πώς η ανάμνησή του, έπειτα από μέρες και νύχτες δακρύων μέχρις εξάντλησης, σιγά σιγά θα ξεθωριάζει, και μια κάποια κανονικότητα θα παίρνει τη θέση της, «όπως όταν ξεφυλλίζεις άλμπουμ ή βλέπεις ταινία, οι εικόνες και οι λέξεις θα γεμίζουν διαδοχικά το κενό».

Η σχέση, ειδικότερα, ανάμεσα στα αδέρφια είναι ένα θέμα που επανέρχεται σε αρκετά διηγήματα (“Γράμματα της μαμάς”,  “Μετά το φαγητό”, “Το τέλος του παιχνιδιού”), ιδίως όταν κάποιο από τα παιδιά έχει μόνιμο πρόβλημα υγείας, μια κατάσταση που δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη δυναμική πρόσδεσης – απώθησης μεταξύ τους.

Το 2024 συμπληρώνονται εκατόν δέκα χρόνια από τη γέννηση του Κορτάσαρ και σαράντα από τον θάνατό του. Καμία από τις δυο αυτές επετείους δεν είναι, βέβαια, ο λόγος για να επανέρχεται κανείς στο έργο του. Άλλωστε, όπως βάζει τον πρωταγωνιστή του στις “Μαινάδες” να σκέφτεται, «οι επέτειοι ανοίγουν πάντα τις μεγάλες πόρτες της βλακείας». Ο λόγος για να γυρίζουμε στον Κορτάσαρ είναι και το 2024, όπως και κάθε άλλη χρονιά, σταθερός: το ίδιο του το έργο.