Το 1928 η Δάφνη Ντι Μωριέ ξεκίνησε να γράφει την Κούκλα, ένα ολιγοσέλιδο διήγημα το οποίο έμελλε να αποτελέσει την πρώτη ύλη για το οpus magnum της, τη Ρεβέκκα. Η ιστορία, που παρουσιάζει τον απεγνωσμένο και εμμονικό έρωτα ενός άνδρα για μια μυστηριώδη βιολίστρια, δημοσιεύτηκε εννέα χρόνια αργότερα στο πλαίσιο μιας μικρής έκδοσης συλλογής διηγημάτων που είχαν απορριφθεί από εκδοτικούς οίκους της εποχής. Έκτοτε σχεδόν χάθηκαν τα ίχνη του για δεκαετίες. Ευτυχώς για τους μελετητές της, η ίδια η Ντι Μωριέ αναφέρεται στο συγγραφικό της αυτό εγχείρημα στη βιογραφία της με τίτλο «Myself When Young: The Shaping of a Writer», η οποία εκδόθηκε το 1977 και οδήγησε στην ανακάλυψη του μικρού αυτού διαμαντιού και στην έκδοσή του το 2011 από τον εκδοτικό οίκο Virago.

Αν και η λογοτεχνική αξία της Κούκλας είναι σαφώς κατώτερη της Ρεβέκκας, το σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα αρκετά σημαντικό έργο, αφενός γιατί είναι ένα από τα πρώτα της, το οποίο συνέγραψε σε ηλικία 21 ετών, και άρα μπορούμε να δούμε την υφολογική και θεματολογική εξέλιξη της γραφής της, γνωρίζοντας πλέον και την αφετηρία, και αφετέρου γιατί φωτίζει περισσότερο την προσωπικότητα της ίδιας της συγγραφέως, μιας γυναίκας με πολλές αντιφάσεις που αναζητούσε τις σταθερές της στη φαντασία της, στα σκοτάδια τα δικά της και των άλλων και στο ζην κοινωνικά επικινδύνως ‒ ή τουλάχιστον με αρκετή δόση αντισυμβατικότητας.

Στο πολύ εμπεριστατωμένο επίμετρο της μεταφράστριας Ευαγγελίας Κουλιζάκη, το οποίο αποτελεί από μόνο του ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο, μια μικρή, πλην πολυδιάστατη μελέτη για τη ζωή και το έργο της Ντι Μωριέ, η Ρεβέκκα παρουσιάζεται ως η γυναίκα την οποία θαύμαζε, ζήλευε και ταυτόχρονα φοβόταν η συγγραφέας: γοητευτική, δυναμική, αινιγματική, ικανή να εμπνεύσει μόνο μεγάλα πάθη, ηγεμονική, αποφασιστική, χειριστική, λαμπερή όσο και σκοτεινή, αναγκαία όσο και αποφευκτέα. Μια femme fatale που αποτελεί κάτι παραπάνω από πηγή έμπνευσης για τη συγγραφέα· είναι το πρότυπο που δεν θα μπορέσει ποτέ να αγγίξει, παρά τα τόσα κοινά στοιχεία τους, και αυτήν ακριβώς την αίσθηση της απειλής από την απόσταση που (δεν) τη χωρίζει προσπαθεί να καταγράψει στα έργα της. Είναι η απειλή που νιώθουν άντρες και γυναίκες απέναντι σε κάποια που μπορεί να φερθεί σαν άντρας και σαν γυναίκα μαζί, τραντάζοντας τα θεμέλια των κοινωνικών συμβάσεων και προσδοκιών. Κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με αυτό που η ίδια η συγγραφέας προώριστο να κάνει.

Και στην περίπτωση της Κούκλας και στη Ρεβέκκα, το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αφηγηματικά είναι ότι ποτέ δεν ακούμε και δεν βλέπουμε ζωντανά την ίδια την κεντρική ηρωίδα, παρά μόνο μαθαίνουμε γι’ αυτήν μέσα από διηγήσεις ανθρώπων των οποίων σημάδεψε τη ζωή είτε με την παρουσία είτε με την απουσία της. Η Ρεβέκκα είναι μια ανάμνηση, ένα στοιχειό, ένα φάντασμα κι όμως πιο ζωντανή από ποτέ μετά την εξαφάνισή της, η οποία τροφοδοτεί την αφήγηση. Είναι ο καταλύτης που οδηγεί στο να ξεδιπλωθούν από τα πιο σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης σκέψεις, συναισθήματα και (ψευδ)αισθήσεις. Με επιρροές από την αγαπημένη της Μανσφιλντ, η ντι Μωριέ, πέρα από τη σκιαγράφηση του πορτραίτου της μυστηριώδους πρωταγωνίστριάς της, καταφέρνει να αποδώσει την ψυχοσύνθεση του εμμονικού μαζί της άγνωστου άνδρα, σε μια ιστορία με έντονα γοτθικά στοιχεία που έγινε ο προάγγελος ενός από τα σημαντικότερα ψυχολογικά θρίλερ της παγκόσμιας λογοτεχνίας.