Υπάρχουν γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου που μπορούν μέσα σε δευτερόλεπτα να ισοπεδώσουν απόψεις και πεποιθήσεις μιας ολόκληρης ζωής, συμβάντα που μπορούν να οδηγήσουν σε αποφάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες. Η ευθραυστότητα της ζωής, η βεβαιότητα του θανάτου, η απώλεια αγαπημένων προσώπων δύνανται να φέρουν κάποιον αντιμέτωπο με τα πιστεύω του, τις αποφάσεις του, αλλά κυρίως με τα λάθη του. Η τραγωδία της απώλειας των γιων τους φέρνει κοντά τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας του S. A. Crosby και τους θέτει προ των ευθυνών και των σφαλμάτων τους.
Ο Αφροαμερικανός Αϊζέια και ο λευκός σύζυγός του Ντέρεκ δολοφονούνται –ή μάλλον εκτελούνται– στη μέση του δρόμου. Οι πατεράδες τους, ο Άικ και ο Μπάντι Λι, αμφότεροι αποξενωμένοι από τους γιους τους εξαιτίας της αντίθεσής τους στις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, νιώθουν ότι ο κόσμος τους γκρεμίζεται. Ο Άικ, πρώην φυλακισμένος, έχει μπει εδώ και χρόνια στον ίσιο δρόμο και είναι ένας σκληρά εργαζόμενος άντρας. Ο Μπάντι Λι, εθισμένος στο αλκοόλ, οξύθυμος και ολίγον ρατσιστής, έχει γνωρίσει κι αυτός τη φυλακή, αλλά σε αντίθεση με τον Άικ δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί στα πόδια του. Οι δύο άντρες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί. Η αγάπη τους για τους γιους τους –επιμελώς θαμμένη επί χρόνια κάτω από προκαταλήψεις περί ανδρισμού– τους φέρνει κοντά και ενώνουν τις δυνάμεις τους και τα χρόνια εμπειρίας τους στην παρανομία για να εντοπίσουν τους δολοφόνους των παιδιών τους. Σύντομα διαπιστώνουν ότι ο Αϊζέια ήταν δημοσιογράφος σε ένα περιοδικό για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ετοιμαζόταν να δημοσιεύσει ένα άρθρο που θα έφερνε σε δύσκολη θέση ένα δημόσιο πρόσωπο. Είναι ζήτημα χρόνου να βρουν ποιος ήταν αυτός που πάτησε τη σκανδάλη. Αυτό που τους δυσκολεύει είναι να βρουν τον ηθικό αυτουργό. Για να φτάσουν σε αυτόν που έδωσε την εντολή για τον φόνο των δύο νέων είναι αποφασισμένοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.
Ο Άικ και ο Μπάντι Λι γνωρίζουν καλά τον υπόκοσμο και τους μηχανισμούς του. Οπλισμένοι με τα δάκρυα που αρνούνται να κυλήσουν από τα μάτια τους ανοίγουν έναν δρόμο σπαρμένο με πτώματα και ερείπια. Γνωρίζουν ότι πιθανότατα βαδίζουν και οι ίδιοι προς τον θάνατο, αλλά έχει πάψει να έχει σημασία το δικό τους τέλος. Οι δολοφονίες των παιδιών τους δεν τους έφεραν μόνο αντιμέτωπους με τον μεγαλύτερο πόνο που μπορεί να βιώσει ένας γονιός. Τους έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τα λάθη τους, με την αδυναμία τους να αποδεχτούν τους γιους τους ακριβώς όπως ήταν και όπως είχαν επιλέξει να ζήσουν. Είναι η ίδια τους η οργή ενάντια στους εαυτούς τους το ουσιαστικό κίνητρο πίσω από τη λυσσαλέα αναζήτηση του ηθικού αυτουργού.
Η δύναμη αυτής της ιστορίας εντοπίζεται στα σημεία όπου η περιπέτεια και η δράση συναντούν τα καυτά ζητήματα που απασχολούν την αμερικανική –και όχι μόνο– κοινωνία: ομοφοβία, ρατσισμός, αδυναμία αποδοχής του διαφορετικού, ιδιαίτερα στον νότο όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση. Η αφετηρία της συγκεκριμένης ιστορίας είναι η ίδια η κοινωνία που ορίζει με ευκολία τι θεωρείται «φυσιολογικό» και άρα αποδεκτό εξορίζοντας, συνεπώς, όποιον δεν πληροί τα αυθαίρετα κριτήρια που αυτή ορίζει.
Γρήγορο και γεμάτο σκηνές δράσης και έντασης, με γλώσσα αιχμηρή, λαϊκή και συμβατή με το κοινωνικό υπόβαθρο των χαρακτήρων, το Δάκρυα Ξυράφι έχει πολλαπλές αναγνώσεις: είναι μια ιστορία μυστηρίου και εκδίκησης, μια προσπάθεια εξιλέωσης δύο πατεράδων, ένα πικρό σχόλιο για τη σημερινή κοινωνία του αμερικανικού νότου. Πολύ καλά μεταφρασμένο από την Κίκα Κραμβουσάνου είναι ένα ξεχωριστό ανάγνωσμα που συγκινεί μέσα από τη σκληρότητά του.