«Αν του αφήνει κέρδος, το δέχεται»
Μία πολύ χαρακτηριστική δυστοπία φαντασίας της κορυφαίας στο είδος Καναδής συγγραφέως, που ξεκινά ως ιστορία της οικονομικής κρίσης (πιο σωστά της πλήρους οικονομικής κατάρρευσης του καπιταλισμού στο σύμπαν του βιβλίου) και εξελίσσεται σε μια σουρεαλιστική σάτιρα των ανθρώπινων σχέσεων, και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, στην εποχή (όχι και τόσο μελλοντική) όπου όλα έχουν μια τιμή, όπου όλα είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης…
Στις ΗΠΑ του κοντινού σχετικά μέλλοντος, η παγκόσμια οικονομική κρίση που διέλυσε τη μεσαία τάξη και την οδήγησε στη βίαιη φτωχοποίηση, έχει φτάσει στην κορύφωσή της. Τις συνέπειές της τις παρακολουθούμε μέσα από τη ζωή του ζευγαριού των πρωταγωνιστών: έχοντας χάσει και οι δυο τις δουλειές τους και το σπίτι τους, περιφέρονται με το αυτοκίνητό τους, το μοναδικό πλέον καταφύγιο και περιουσιακό τους στοιχείο, από πόλη σε πόλη σε ένα άγριο αστικό τοπίο όπου κυριαρχούν οι συμμορίες αλλά και οι διάφοροι «σαλταρισμένοι» που σε σκοτώνουν για τα ελάχιστα που μπορεί να έχεις. Ώσπου η λύση στο αδιέξοδό τους θα έρθει σχεδόν μαγικά: υπάρχει μια κλειστή κοινότητα, όπου τα μέλη της έχουν δουλειές, σπίτια, ασφάλεια… μια νησίδα κανονικής ζωής μέσα στο χάος. Και ναι καταφέρνουν να γίνουν δεκτοί και όλα μοιάζουν στην αρχή τέλεια. Βεβαίως, υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια: όλα τα μέλη της κοινότητας είναι υποχρεωτικό να περνούν κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή, ανταλλάσσοντάς έτσι τον έγκλειστο χρόνο τους με το χρόνο της φυσιολογικής ζωής έξω στην κοινότητα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια κερδοφόρα επιχείρηση (βασισμένη στο σύστημα των ιδιωτικών φυλακών που υπάρχει στις ΗΠΑ), από την οποία οι επενδυτές βγάζουν χρήματα με την υποχρεωτική εργασία των κρατουμένων. Αλλά αφού τους διασφαλίζουν εκείνα που πλέον δεν είναι δεδομένα στον έξω κόσμο, δεν πειράζει και πολύ να ζουν φυλακισμένοι δουλεύοντας δωρεάν μερικούς μήνες το χρόνο… Ή μήπως πειράζει; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα αρχίζει να ξετυλίγεται καθώς το απρόβλεπτο, ήτοι η σεξουαλική επιθυμία που δεν μπαίνει σε κουτάκια και καλούπια, θα διαβρώσει ως όφις τον, πλαστικό έστω, «παράδεισο» που οι πρωταγωνιστές νομίζουν ότι βρήκαν… Κι αυτό είναι μόνο η αρχή, διότι πίσω από τη βιτρίνα της πρότυπης κοινότητας, κρύβονται τόσα πολλά και τόσο σουρεαλιστικά (αλλά και πολύ κοντά στην πραγματικότητα), που οι ήρωες θα είναι σχεδόν αδύνατον να βρουν ένα σταθερό σημείο να σταθούν και να καταλάβουν τι ακριβώς τους συμβαίνει…
Η Μάργκαρετ Άτγουντ είναι μια συγγραφέας που αγαπώ και εκτιμώ ιδιαιτέρως για το λαμπερό μυαλό της και τον τρόπο με τον οποίο μιλάει, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που η ίδια χαρακτηρίζει ως «θεωρητική φαντασία», για δύσκολα ή μη δημοφιλή θέματα, που έχουν σχέση με την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, τη σεξουαλικότητα, τη θέση της γυναίκας στις κοινωνίες μας. Και στο παρόν βιβλίο, που είναι σαφέστατα μια πολιτική και κοινωνική σάτιρα, αναδεικνύει αυτές τις θεματικές με έναν ευφυή τρόπο, με σουρεαλιστικό χιούμορ και λέγοντας μια ιστορία που πραγματικά από ένα σημείο και έπειτα «ξεφεύγει» τόσο που αναρωτιέσαι πώς θα τελειώσει όλο αυτό: μαζική κατασκευή ρομπότ για σεξουαλική χρήση, εμπόριο οργάνων και αίματος, ένα «πραξικόπημα» στους κόλπους της εταιρείας που διαχειρίζεται την κοινότητα, σβήσιμο και επανεγγραφή του ανθρώπινου εγκεφάλου και πολλά ακόμα, στα οποία οι ήρωες παγιδεύονται σαν τα έντομα στον ιστό της αράχνης, ενώ το μόνο που ήθελαν ήταν να ζήσουν με έναν τρόπο που έστω και στοιχειωδώς να μπορεί να χαρακτηριστεί ανθρώπινη ζωή. Αλλά στον καπιταλισμό, όλα είναι θέμα τιμής, όχι ανάγκης: «Ό,τι στοίχημα θέλεις, αν του αφήνει κέρδος, κάποιος το δέχεται» σκέφτεται ο ήρωας όταν έρχεται αντιμέτωπος με το εμπόριο βρεφικού αίματος για τους πλούσιους υπερήλικες που θέλουν να ξανανιώσουν.
Στο τέλος αυτής της ξέφρενης πορείας που αποτελεί την πλοκή του μυθιστορήματος, όλα καταλήγουν στο ερώτημα που κατατρέχει τον άνθρωπο από εκείνο το σημείο της εξέλιξής του όπου διαμόρφωσε νοήμονα σκέψη: Ελευθερία ή ασφάλεια; Και η καρδιά; Η ικανότητα του ανθρώπου να αισθάνεται, να πονά, να αγαπά, πεθαίνει πράγματι τελευταία;