Η φούγκα του παλιού κόσμου
Στις «Διορθώσεις», μας παρέχει μια πανοπτική εικόνα των ταραγμένων αρχών του 21ου αιώνα, μετατοπίζοντας μικροσκοπικά το ενδιαφέρον του σε μια μεσοδυτική οικογένεια των ΗΠΑ, η οποία προσπαθεί να διαχειριστεί τα μυστικά που τη στοιχειώνουν.
Στην «Ελευθερία», ο οδηγός ζωής βαθαίνει αγγίζοντας ρήγματα. Πρόκειται για το εγκόλπιο του σχετίζεσθαι. Πώς ορίζεται η ατομική ελευθερία; Ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος μιας αγαπητικής σχέσης; Κάτω από ποιες συνθήκες ο άνθρωπος οδηγείται στην αυτοανάλωσή του;
Πάντα υπό το πρίσμα ενός (ευλογημένου) υφέρποντος σαρκασμού, αλλά και συμπάθειας και οξύνοιας που αγγίζει τα όρια της λογοτεχνικής μικροχειρουργικής.
Ο Τζόναθαν Φράνζεν είναι μια ιδιαίτερη περσόνα στη λογοτεχνική saga των ΗΠΑ. Δεν τον καλύπτει η αχλή μυστηρίου του Πίντσον. Δεν σχεδιάζει εμβληματικές «φρίκες» (sic), πάνω στις οποίες στήνει κατασκευές υψηλής ρητορείας, όπως ο ΝτεΛίλο. Δεν έχει καν σκοπό να ορίσει μια νέα γλώσσα, αποδομώντας τους παραδεδεγμένους κανόνες μιας λογοτεχνίας ήδη κερδισμένης, μέσα στην οποία θα βουτήξει δίχως ελπίδα σωτηρίας, όπως έκανε ο Φόστερ Γουάλας.
Μπορεί να απολαμβάνει το hype των αμερικανικών ΜΜΕ (άλλωστε, ενίοτε, κατηγορείται γι’ αυτό), ωστόσο είναι από τους ελάχιστους ζώντες που αποφασίζουν να προβούν σε μια δήλωση, να εκθέσουν ένα επιχείρημα επί του κόσμου. Δεν φοβάται τη μεγάλη αφήγηση, κάτι που δεν έχει να κάνει απαραιτήτως με τον όγκο των βιβλίων του (τα οποία έτσι και αλλιώς είναι κλασικά «τούβλα»), αλλά με το βάθος της ματιάς του. Σε έναν κόσμο σπασμένο που δεν μπορεί να συγκεφαλαιώσει, που δεν έχει την ικανότητα να μιλήσει για τον μύθο του, ο Φράνζεν βρίσκει ένα νήμα και ξετυλίγει ιστορίες πολυπλόκαμες.
Για το ελληνικό κοινό η «27η Πολιτεία» λειτουργεί ως ένα μεθύστερο σχήμα, καθώς πρόκειται για το βάπτισμα του πυρός του Φράνζεν στη λογοτεχνία (το έγραψε το ʼ88 σε ηλικία 29 ετών) που έρχεται τώρα να γίνει γνωστό από τους θιασώτες του έργου του. Πρόκειται για μια εκκίνηση εκκωφαντική (πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί πρωτόλεια) που ουσιαστικά εγγράφει πολλές υποθήκες για το λογοτεχνικό του μέλλον. Ή, άλλως πως, με τη μετέπειτα γνώση που έχουμε επί των έργων του, τις εξηγεί.
Κινούμενος σε έναν οικείο χώρο, όπως είναι το Σεντ Λούις του 1984, ο Φράνζεν αποφασίζει να αγγίξει τους τόπους της αστικής δυσμορφίας. Τις υπόγειες διαδρομές των εξουσιαστικών δομών, την ισχνότητα του περιβόητου αμερικάνικου ονείρου, την εκτεταμένη διαφθορά ενός ολόκληρου συστήματος, πάνω στο οποίο έχουν εγκαθιδρυθεί όλες οι αξίες του δυτικού κόσμου, πολλώ δε μάλλον των ΗΠΑ.
Μια Ινδή με αμερικάνικες ρίζες, η Σ. Τζάμου, διορίζεται αρχηγός της τοπικής Αστυνομίας. Είναι νέα, φιλόδοξη και επιδέξια. Ο μεγαλεπήβολος στόχος της, να «προκαλέσει» την οικονομική ενοποίηση του κέντρου με την περιφέρεια του Σεντ Λούις, βγάζει στην επιφάνεια τη δίψα της για επιβολή, αλλά και την ασίγαστη κενοδοξία (σε βαθμό επαρχιακής μικρόνοιας) των υπόλοιπων παραγόντων της πόλης. Τα βάζει με τον μεγαλοκατασκευαστή Μάρτιν Προμπστ, χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα εναντίον του, βυσσοδομεί και παρανομεί με ηθελημένα αίτια. Σε αυτό το πολυπρόσωπο, ψυχολογικό μυθιστόρημα, η δράση, καίτοι υποβόσκουσα πολλές φορές, είναι καταιγιστική. Οι εξουσιαστικές δομές –διά των εκπροσώπων τους-, μπλέκονται, συμπλέουν, συγκρούονται και τελικώς ηττώνται άπαντες. Είναι τα μέσα της δεκαετίας του ʼ80. Μια κρίσιμη καμπή για τις ΗΠΑ. Ο Ψυχρός Πόλεμος, το όνειρο που τρίζει, το βαθύ ράγισμα σε αυτό που ονομάστηκε διαρκής πρόοδος. Το Σεντ Λούις που φιλοδοξούσε να ζήσει τα παλιά κλέη του, ουσιαστικά βυθίζεται ακόμα περισσότερο.
Η μετάφραση του Γ.Ι Μπαμπασάκη είναι «δομικής ισχύος». Ο Φράνζεν δεν χρησιμοποιεί λέξεις, αλλά ενότητες λέξεων υψηλής πύκνωσης. Τανύζει τις δυνατότητες του συντακτικού, αφαιρεί περιττά βάρη και εκτείνει τις προτάσεις του στα όρια της αντοχής τους. Ο Μπαμπασάκης ακολουθεί επιδέξια τις παραβολικές τροχιές του κειμένου, εμπλουτίζοντας καίρια την αναγνωστική θέρμη αυτού του φιλόδοξου, σουρεαλιστικού βιβλίου.