[…] Ὁ κύριος Βάγιος λοιπὸν τὸ πῆρε ἀπόφαση ἀπὸ κάποια στιγμὴ καὶ μετὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε δὲν ἦταν μαγαζί. Ἦταν μιὰ ἀλάνα γιὰ τὶς μανοῦβρες αὐτῶν ποὺ εἶχαν κάνει λάθος στὴ στροφή. Καὶ ἔτσι ἐπέστρεψε σὲ ἐκείνη τὴ φάση ποὺ δὲν ἀνασηκωνόταν ἀπὸ τὴν καρέκλα του. Παρακολουθοῦσε τὰ αὐτοκίνητα νὰ ἔρχονται καὶ νὰ φεύγουν, ὅπως κάτι γριὲς σὲ αὐτὰ τὰ σπίτια ποὺ περνάει ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ χωριὸ ἡ Ἐθνικὴ Ὁδός, ποὺ κάθονται ὅλο τὸ ἀπόγευμα σὲ μιὰ καρέκλα μὲς στὸν δρόμο καὶ μετρᾶνε ἀποβλακωμένες αὐτοκίνητα νὰ περνᾶνε τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Μὲ τὸν καιρὸ ἀποθρασύνονται κιόλας, ἡ καρέκλα προχωράει ἀκάθεκτη καὶ μουλωχτὴ πρὸς τὴ μέση τοῦ δρόμου, μὲ μιὰ μακαριότητα ποὺ τὴ συναντᾶς μόνο σὲ κάτι σκυλιὰ ποὺ κάνουν σιέστα πάνω στὴ διαχωριστικὴ λωρίδα. Κάπως ἔτσι εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ κατάσταση, γιατὶ ἡ γριὰ μὲ τὴν καρέκλα στὸ χωριὸ εἶναι ἕνας ἀτάραχος καὶ βλοσυρὸς μάρτυρας τῆς διάλυσης τῆς ἡσυχίας της.
Ἔτσι καὶ ὁ κυρ-Βάγιος, ἀποφάσισε πιὰ σὲ αὐτὴ τὴ φάση τῆς ζωῆς του ὅτι δὲν ἦταν προορισμένος νὰ πουλήσει καρέκλες, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἡ ζωὴ τὸν πέταξε σὲ λάθος οἰκόπεδο. Καὶ ἔτσι ἔφτιαξε ἕνα πολὺ ὡραῖο ἐπαρχιακὸ πάρκινγκ, στὸ ὁποῖο τὰ αὐτοκίνητα δὲν πάρκαραν, ἀλλὰ ἔκαναν αὐτὴ τὴ μανούβρα τῆς λάθος στροφῆς.