Μία hardcore φιλοσοφική πραγματεία
Η ”Ζυστίν” είναι οπωσδήποτε ένα έργο που έχει το δικό του μύθο: ο ντε Σαντ ξεκίνησε να γράφει την ιστορία το 1787 ενώ ήταν έγκλειστος στη Βαστίλη και η τελική εκδοχή ήταν εκείνη του 1797 – η καινούρια ”Ζυστίν”. Το 1801 βρέθηκε και πάλι στη φυλακή για δεκατρία χρόνια, όταν ο Ναπολέων ζήτησε τη φυλάκιση του συγγραφέα του βιβλίου. Το 1815 διατάχθηκε με βασιλική εντολή η καταστροφή του. Οι πρώτες επανεκδόσεις ξεκίνησαν μόλις τη δεκαετία του 1950 σε Αγγλία και ΗΠΑ. Αλλά πέρα από το μύθο του ”απαγορευμένου”, πώς θα τη χαρακτήριζε κανείς; Ερωτική λογοτεχνία, μυθιστόρημα, φιλοσοφικό ανάγνωσμα; Οπωσδήποτε είναι όλα τα παραπάνω: είναι ερωτική λογοτεχνία και μάλιστα για ιδιαίτερα έως και ακραία γούστα, σίγουρα είναι ένα καλογραμμένο, γοτθικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί (όπως δηλώνει στην εισαγωγική του αφιέρωση ο συγγραφέας του ότι ήλπιζε να διαβαστεί), και σαφέστατα πραγματεύεται ως φιλοσοφικό έργο -εν μέσω βεβαίως οργίων, βασανιστηρίων και βιασμών-, σοβαρά ζητήματα που αφορούν κυρίως στην ανθρώπινη φύση αλλά και στην κοινωνική οργάνωση. Αλλά στο σύνολό του το κείμενο είναι κάτι πολύ περισσότερο: πρόκειται για μια κατάβαση στις αβύσσους της ανθρώπινης ψυχής με οδηγό μία και μόνη αχτίδα φωτός – την ηρωίδα του, την ”ωραία, νέα και ατυχή” Ζυστίν.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο των περιπετειών της, γίνεται προς τα πίσω, όταν έφηβη ακόμα μένει ορφανή και άπορη. Δύο δρόμοι, όπως σε όλους τους τραγικούς ήρωες, ανοίγονται μπροστά της: ή να χρησιμοποιήσει το κορμί της αλλά και το μυαλό της για να αποκτήσει όσα η μοίρα και η κοινωνία τής στέρησαν ή να προσπαθήσει να επιβιώσει παραμένοντας αγνή στο σώμα αλλά κυρίως στην καρδιά. Επιλέγει συνειδητά το δεύτερο και παραμένει ανυποχώρητη σε αυτή τη δέσμευση μέχρι τέλους, παρά τα όσα της συμβαίνουν στις 500 σελίδες του βιβλίου: πάσης φύσεως κακομεταχείριση, προδοσία, βιασμοί, σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, απανωτές φυλακίσεις, ενώ φτάνει στα όρια του θανάτου αρκετές φορές. Μοιάζει λες και όλη η φρίκη αυτού του κόσμου την κυνηγά σε κάθε της βήμα και κάθε της βήμα τη βυθίζει ακόμα περισσότερο σε αυτό από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει. Η Ζυστίν αντέχει – ”και τώρα περπατάμε με κουράγιο”, λέει χαρακτηριστικά-, το σώμα της εξαναγκάζεται δια της βίας να το παραδώσει σε κάθε είδους ηδονή και οδύνη αλλά ψυχικά παραμένει ακλόνητη και επιμένει να προσφέρει βοήθεια και καλοσύνη, όταν το μόνο που εισπράττει είναι αδιαφορία για τα βάσανά της και μίσος. Αφελές και αδύναμο πλάσμα καταδικασμένο από τη φύση και τους ανθρώπους ή ένας άγγελος που γεννήθηκε κατά λάθος στην κόλαση; Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να επιλέξει τη δική του εκδοχή.
Η συγγραφή και ολοκλήρωση της ”Ζυστίν” υπήρξε ένα είδος έμμονης ιδέας για τον ντε Σαντ, στην οποία αφοσιώθηκε με πάθος. Θα έλεγα διαβάζοντας το βιβλίο, ότι θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς σχεδόν ερωτευμένο με την ηρωίδα του – ίσως και γι’ αυτό τη βάζει να περνά απανωτά βασανιστήρια, είναι γνωστός τοις πάσι ο τρόπος που ο μαρκήσιος εκφραζόταν ερωτικά. Αλλά όσο περισσότερο την εξευτελίζει σωματικά ρίχνοντας επάνω της όλα τα δεινά, τόσο την ίδια στιγμή την εξυψώνει δίνοντάς της δύναμη χαρακτήρα, κουράγιο ανεξάντλητο να διεκδικεί την ελευθερία και τη δικαιοσύνη ακόμα κι όταν είναι (κυριολεκτικά) αλυσοδεμένη, ενώ την παρουσιάζει ως αστείρευτη πηγή ανθρωπιάς ανάμεσα σε μη-ανθρώπους. Η Ζυστίν αποτελεί για τον ντε Σαντ ένα είδος αγίας που γίνεται μάρτυρας για την πίστη της στο καλό και την αρετή: κι όσο περισσότερο την κακοποιεί ο συγγραφέας-δημιουργός της τόσο περισσότερο τη λατρεύει, εκφράζοντας την αγάπη του με εντελώς ανεστραμμένο τρόπο. Κι αν κάτι τέτοιο σας φαίνεται παράλογο, σκεφτείτε λίγο τη χριστιανική θρησκεία και όσα διαπράττει ο Θεός από αγάπη προς το ανθρώπινο είδος αλλά και προς τον ίδιο τον ”υιό” του…
Όσον αφορά στο πλήθος των ακραίων ερωτικών πρακτικών που διαδραματίζονται (με όλες τις λεπτομέρειες) στις σελίδες του βιβλίου, δεν νομίζω ότι πραγματικά στη σημερινή εποχή μπορούν να σοκάρουν ή να σκανδαλίσουν – οπωσδήποτε ξέρει κανείς τι θα διαβάσει όταν επιλέγει ένα βιβλίο του ντε Σαντ. Όσο για τις φιλοσοφικές απόψεις που διατυπώνονται, επίσης έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις όσο ακραίες ή επαναστατικές κι αν υπήρξαν κάποτε, ενώ οι τοποθετήσεις για τον φύσει και θέσει κατώτερο ρόλο της γυναίκας μόνο να διασκεδάσουν μπορούν μια χειραφετημένη γυναίκα του 21ου αιώνα και όχι να την εξοργίσουν. Οπότε γιατί να διαβάσει κανείς εν έτει 2011 τη ”Ζυστίν”;
Πρώτα απ’ όλα, γιατί πρόκειται για ένα κλασικό έργο και μάλιστα σε μια υψηλής αισθητικής έκδοση από τη ”Νεφέλη” με τις γκραβούρες του 1797, ενώ εξαιρετική είναι και η μετάφραση του Δημήτρη Γκινοσάτη. Δεύτερον γιατί είναι, όπως είπα εξαρχής, ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί κάνοντας τον αναγνώστη να αγωνιά μέχρι την τελευταία σελίδα για την τύχη της ηρωίδας. Το σημαντικότερο όμως είναι η καθαρά ψυχαναλυτική χρησιμότητα του κειμένου: από αυτή τη σκοπιά, ανήκει σε εκείνα τα βιβλία που καθρεφτίζουν, με ανατριχιαστική κάποτε ευκρίνεια, όσα κρύβονται στα σκοτεινά λαγούμια της ανθρώπινης ψυχής – είναι ας πούμε εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο ντε Σαντ εξηγεί με τόσο διαυγή και απλό τρόπο πώς διαμορφώνονται τα ερωτικά πρότυπα ή μοτίβα που καθορίζουν τη σεξουαλικότητα κάθε ατόμου, πολύ πριν από τον Φρόιντ.
Αλλά θα σας πω κλείνοντας, το λόγο που τη διάβασα εγώ. Γιατί τόσο ο συγγραφέας της όσο και το alter ego του -η ηρωίδα του-, φλέγονται: ο πρώτος στη φλόγα των παθών του, εκείνη στη φλόγα των ιδανικών της. Μαζί και οι δύο αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα και ξεδιπλώνουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μια πλήρη εικόνα των μυστηρίων της ανθρώπινης φύσης που είναι ικανή για τα πάντα και περιέχει τα πάντα, από τον βόρβορο έως τα αστέρια…