«Ζω στο φεγγάρι»
Πριν πω οτιδήποτε άλλο γι’ αυτό το γοτθικό, ψυχολογικό δράμα –ένα κλασικό βιβλίο του 1962– και την αριστοτέχνη στο είδος συγγραφέα του, πρέπει να ομολογήσω ότι το διάβασα σε μια ανάγνωση και το τελείωσα με δάκρυα στα μάτια. Γιατί αυτό που κυριαρχεί στις σελίδες του δεν είναι ο τρόμος, αλλά το ανθρώπινο συναίσθημα: η αγάπη και οι σταυροί που κουβαλάμε στο όνομά της, η μοναξιά, ο πόνος και η ανάγκη παρηγοριάς, και βέβαια το μίσος – και να ο τρόμος αν τον αναζητάτε σε αυτό βιβλίο: πού μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι, πόσο κτήνη μπορούν να γίνουν απέναντι στον πιο αδύναμο, τον διαφορετικό, τον «παρία».
Στη ζωή των αδελφών Μπλάκγουντ που κατοικούν μαζί με τον άρρωστο θείο τους σε ένα όμορφο αλλά σημαδεμένο από το θάνατο σπίτι, μας εντάσσει με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της η μικρότερη εκ των δύο, η νεαρή Μέρικατ. Από εκείνη μαθαίνουμε ότι η οικογένειά τους ξεκληρίστηκε από δηλητηρίαση με αρσενικό – υπεύθυνη αρχικά θεωρήθηκε η μεγάλη της αδερφή αλλά αθωώθηκε. Μέσα από τα δικά της μάτια βλέπουμε τον μικρό παράδεισο του κτήματος όπου περνούν τις μέρες τους απομονωμένες από τον έξω κόσμο, λες και πράγματι ζουν στο φεγγάρι όπως συχνά επαναλαμβάνει η αφηγήτρια. Εκείνη μας πληροφορεί για την προκατάληψη εναντίον τους –που φτάνει ώς τον εκφοβισμό και το καθαρό μίσος– από τους κατοίκους του κοντινού χωριού: φόνισσες, μάγισσες, τρελές… Μπορεί να είναι και τα τρία, μπορεί και όχι, αλλά η περιουσία του νεκρού πατέρα τους τις κρατά ασφαλείς στο «κάστρο» τους και όλους τους άλλους αρκετά μακριά ώστε να μην μπορούν να τις βλάψουν: ώσπου ένας εξάδελφός τους θα εμφανιστεί στην πύλη του κάστρου και η στερημένη από αντρική συντροφιά μεγάλη αδελφή, θα τον καλέσει μέσα. Τα γεγονότα θα εξελιχθούν δραματικά και ραγδαία ώς τη γεμάτη ένταση κορύφωση.
Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της Αμερικανίδας συγγραφέως Shirley Jackson (1916-1965) που μεταφράζεται στα ελληνικά και παρά το γεγονός ότι θεωρείται κορυφαία του γοτθικού τρόμου και έχει επηρεάσει σημαντικούς συγγραφείς όπως οι Stephen King, Neil Gaiman, Gillian Flynn κ.ά., δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό. Από τις εκδόσεις Επιλογή κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ», μία από τις καλύτερες ιστορίες στο μοτίβο του στοιχειωμένου σπιτιού, το οποίο έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο – σας συνιστώ ανεπιφύλακτα την ταινία του 1963, «The Haunting».
Στο «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη δύναμη της γραφής της για να καταθέσει ένα ηχηρό και οδυνηρό κοινωνικό σχόλιο ενάντια στο ρατσισμό κάθε μορφής, ενάντια στο μισογυνισμό, ενάντια στη σκόπιμη σκληρότητα. Παράλληλα, η φορτωμένη με απειλή ατμόσφαιρα που δημιουργεί αριστοτεχνικά, σε συνδυασμό με το σασπένς για το τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το μοιραίο οικογενειακό δείπνο που κατέληξε σε ομαδική δολοφονία, δημιουργούν ένα λογοτεχνικό «μαύρο διαμάντι». Το δυνατό αλλά βαρύ συναισθηματικά τέλος, το είπα ήδη, με έκανε να κλάψω από συγκίνηση. Αλλά κατά τη γνώμη μου, ο χαρακτήρας και η ματιά τής Μέρικατ –πώς αντιλαμβάνεται, εξηγεί και αφηγείται τον κόσμο γύρω της αλλά και τα γεγονότα που διαδραματίζονται–, είναι ο πραγματικός θησαυρός του βιβλίου: ένα αγρίμι, ένα στοιχειακό της φύσης, ένα κορίτσι που στέκει μόνο του ενάντια στον κόσμο όλο.
Και φυσικά θα ήταν αδύνατο να μην κάνω μια αναφορά κλείνοντας στο γάτο της, τον Τζόνας, με ένα απόσπασμα από το βιβλίο που νομίζω ότι εξηγεί γιατί σχεδόν όλοι οι συγγραφείς έχουν γάτες: «… το πρωί της Κυριακής ξάπλωσα εκεί με τον Τζόνας, ακούγοντας τις ιστορίες του. Όλες οι γάτες έχουν ιστορίες που ξεκινούν με αυτήν την πρόταση “Η μητέρα μου, που ήταν η πρώτη γάτα, μου το είπε αυτό” και εγώ ξάπλωσα, έγειρα το κεφάλι μου κοντά του και τον άκουγα».