Συγκινητικός ο τριαντάχρονος φιλόλογος με ειδικές ικανότητες αναζητά εδώ τη διαφυγή από κάθε τι κάλπικο και ψεύτικο, ανιχνεύει το πάθος και φιλοτεχνεί αριστοτεχνικές σκέψεις, όπως: «Έρχονται άνθρωποι / Με λασπωμένα βλέμματα / Και μας ζητούν το δικό μας / Πανάρχαιο μερτικό από την πίστη / Στο τίποτα. // Ψεύτης ο κάθε μόνος δρόμος» (σελ. 47).

Μαχητικός, ενεργός πολίτης του κόσμου, βλέπει τα πράγματα υπό ευρυγώνια προοπτική λειτουργώντας ως «ποιητής-προφήτης», όταν προβλέπει: «Ο τηλαυγής μας λόγος θα χυθεί / Άπλετος μες στις φλέβες των λέξεων / Και μήτε από στόμα μήτε από ψέμα / Δεν θα ηχήσει ξανά λαλιά δαίμονα πατριώτη» (σελ. 16).

Το αρτιότερο, από τεχνικής πλευράς, πόνημά του είναι το πρώτο ποίημα αυτής της καλλιεπούς συλλογής, το δοξαστικόν «Αεί». Γεωμετρική δομή, επωδοί, πρωτότυπες εικόνες, απόλυτη κατοχή των εκφραστικών του μέσων. Υπόδειγμα για κάθε νέο ποιητή, από έναν φιλόλογο με γερή αρματωσιά.

Όμως όλα τα ποιήματά του αγγίζουν το υψηλόν, με σοφά κρυμμένες παρηχήσεις (σελ. 12), με διαστρωμάτωση σε στροφές ευστόχως διακριτές, με γνωμικά δίστιχα και κατακλείδες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κι αυτόνομα, όπως: «Το μέλλον άστραφτε μπροστά μας / Μα κανείς δεν τολμούσε να το βεβηλώσει αγγίζοντάς το» (σελ. 14) ή «Δεν αντέχουμε άλλο να ζούμε / Και να προσευχόμαστε στο μίσος» (σελ. 15).

Η διάχυτη φιλοσοφική διάθεση, σε συνδυασμό με την υπαρξιακή αγωνία του νοήμονος όντος που ασφυκτιά στο κλουβί της Ύλης, προσδίδουν σε αυτό το λογοτεχνικό επίτευγμα διαχρονική επιβλητικότητα κι αρχαιοπρεπές μεγαλείο.

Ιδιόλεκτος διάστικτη από καθαρεύουσα κι αττική διάλεκτο. Λόγιος αναστοχασμός πάνω στα τετριμμένα και γνωστά που αναβαπτίζονται διαρκώς από το σύγχρονο Φως ενός ατέρμονου τώρα, ενός αιωνίου παρόντος. Εδώ κρύβεται θαρρώ κι η ιδιαιτερότητα αυτής της πάλλευκης ποιητικής φωνής: σε ό,τι θεωρείται συνήθως δεδομένο, που αποκτά εδώ μιαν άλλη κίνηση, εσωτερική, δονητική, ενεργειακή υπέρβαση κι εξακοντισμός στο διάστημα ανάμεσα στις γραμμές και στα φωνήματα. Είναι ένας άλλος λόγος, ένα άλλο κείμενο που υπόκειται, διάκειται, υπέρκειται των απαλών εναιωρήσεών μας εις τον αιθέρα των Γνωστικών.

Μου αρέσει που διατηρεί την παρελθοντική αύξηση και γράφει «απεφάνθη» αντί του κοινού, χυδαίου και άμουσου «αποφάνθηκε». Η απόσταση από τα φθαρμένα πράγματα κι από την αναντιστοιχία σημαίνοντος-σημαινομένου είναι ένα από τα καθήκοντα ενός συνειδητού, μορφωμένου ποιητή, εκτός από την αν-οικείωση της γλώσσας, που είναι «εκ των ων ουκ άνευ».

«Βροχή στο αν του κόσμου» (σελ. 23). Τίτλοι βγαλμένοι λες από διαφημίσεις, σλόγκαν και συνθήματα από ιδεατές πορείες, όπου διαμαρτυρόμεθα για άλλα πράγματα, όχι ακριβώς βιοποριστικά, αλλά για εκείνα που διψούν και λιμοκτονούν οι ψυχές και τα πνεύματά μας.

Με συγκινεί ιδιαίτερα αυτή η απολύτως διακριτή και πρωτοφανέρωτη ποιητική αμφιθυμία από και προς την Ύλη, την παχύρρευστη, την κοάζουσα, εκείνη που μας φυλακίζει ως μήτρα-νύκτα και μας παιδεύει, μας παιδαγωγεί, μας εκπαιδεύει να αντέχουμε το φως, όταν το φέρουμε επαξίως στους ώμους μας, χωρίς να έχουμε γίνει ακόμη γίγαντες, κολοσσοί κι άτλαντες. Το πνευματικό ανάστημα δεν μετριέται με τη μεζούρα αλλά με την τόλμη, με το θάρρος, με την επιμονή και την υπομονή να υπάρχεις, παρά τις όποιες αντιξοότητες. Και, δόξα τω θεώ, αντιπαλεύουμε όλοι μας πολλές, όχι πάντα προφανείς και πρόδηλες. Κι εκείνες –πιστέψτε με– είναι οι χειρότερες, γιατί δεν ξέρεις πού να τους κρυφτείς και πριν καν το αντιληφθείς σε καταλαμβάνουν εξαπίνης.

Ένα βιβλίο σκληρό, όπως το Φως, που δεν το αντέχουν ακάλυπτοι οι οφθαλμοί μας.

Κλείνω εδώ ετούτο το λακωνικό σημείωμα

Μετά άκρας ταπεινότητος κι ευλόγου σεμνότητος

Και μετά Λόγου γνώσεως,