Ο γεννημένος το 1947 στην Αλεξανδρούπολη από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, Γιάννης Ξανθούλης, είναι δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος και ζει στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία, θεατρική ενδυματολογία και σχέδιο. Εργάζεται ως χρονογράφος και δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο. Έχει συγγράψει θεατρικά και σατιρικά κείμενα, και έχει ασχοληθεί με το παιδικό θέατρο και την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Τα έργα του έχουν πουλήσει πάνω από 1,5 εκατομμύρια αντίτυπα και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Επίσης, βιβλία του, όπως «Το τανγκό των Χριστουγέννων» και το εν λόγω «…Ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες» έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και στη μικρή οθόνη.

Η ηλικιωμένη Μαρία Παναγιώτου ή καλλιτεχνικά Μαρίκα Σουέζ, σύζυγος του Δημητρίου (Τζίμη) Σάμπα, χήρα όμως από το 1949, εργάζεται ως επιστάτρια γενικών καθηκόντων στα ιαματικά «Αρκτικά Λουτρά», κάπου πέρα από το Καϊμακτσαλάν. Μαζί της διαμένει η κατάκοιτη αδελφή της Μιράντα, και ο γάτος της ο Χίτλερ. Στα νιάτα της, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μαρίκα ήταν θιασάρχισσα ενός «συνονθυλεύματος», ενός πλανόδιου θιάσου που έδινε παραστάσεις στις εξαθλιωμένες λουτροπόλεις ανά την Ελλάδα κατά τα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι το 1954, όπου και διέλυσε τον θίασο. Η θεατρική ομάδα παρουσίαζε δράματα (και ομοιοκατάληκτα μάλιστα), ρομάντζες, σκετσάκια, χορευτικά και μουσικά προγράμματα. Ο ογδοντάχρονος τενόρος Μαβής, μέλος του θιάσου, ζει πλέον στο Σιδηρόκαστρο. Μέλη του επίσης, η Γκλόρια Δουράμπεη, ο χορευτής Μουζής και η ηθοποιός Αθηνά Γρυπάρη.

Πού κατέληξαν όλα αυτά τα μέλη του θιάσου στην Ελλάδα του σήμερα;

Ο Στάθης Χωραφάς, ψηλός, γύρω στα 60 και ευθυτενής, ως άλλος Κλιντ Ίστγουντ, είναι αρχισυντάκτης «των Καιρών των Μελισσών» του μηνιαίου μελισσοκομικού περιοδικού στην περιοχή της Ομόνοιας, και διαμένει στην οδό Σίνα. Σχετίζεται ερωτικά με την ιδιοκτήτρια του περιοδικού και οινοπαραγωγό Δέσποινα. Ο Στάθης όμως νοσταλγεί την εποχή όπου ακολουθούσε τον θίασο της Μαρίκας στις απανταχού ιαματικές λουτροπηγές, όταν ήταν μικρό αγόρι, και αναπολεί τον έρωτά του για τη Ματίλντα.

Δίχως εισαγωγή, προλογικά σημειώματα, περιεχόμενα και αρίθμηση κεφαλαίων, ο συγγραφέας με απλότητα και αμεσότητα μας συστήνει στους καλλιτέχνες του και στα πάθη τους. Η Ελλάδα του σήμερα θυμάται την Ελλάδα της σκληρής δεκαετίας του 1940, όταν ο ήρωας βουτάει βαθιά στο «ιαματικό» παρελθόν του. «Οι γιατροί, στις οργανωμένες λουτροπόλεις της Υπάτης, των Μεθάνων, της Αιδηψού και των Καμένων Βούρλων, όταν τους επισκεπτόταν ο θίασος, δεν παρέλειπαν να αναρτούν στον χώρο του θεάτρου μια πινακίδα με κόκκινα γράμματα: ΜΗ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΕΙΤΕ ΠΛΕΟΝ ΤΟΥ ΔΕΟΝΤΟΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑ ΤΑΣ ΑΡΘΡΩΣΕΙΣ» (σελ. 30).Η νοσταλγία όμως συμπορεύεται με το μυστήριο, την ωμή και παράλογη βία, τα φονικά, τους έρωτες και τις μοιραίες ζωές του μπουλουκιού που οργώνει την Ελλάδα.

Η οπτική της εποχής εκείνης αποδίδεται διαμέσου του καλλιτεχνικού τόνου και των υπονοούμενων μηνυμάτων, αλλά χάρη στο ρεαλιστικό ύφος του συγγραφέα, γίνεται και ανατριχιαστική συνάμα. Η εκδίκηση θα πάρει τα ηνία μέσα από την καθημερινότητα του εικαστικού θιάσου, τις σχέσεις μεταξύ των μελών του και τις απανωτές, εξαντλητικές περιοδείες. Ο αναγνώστης, όμοια με τον φανατικό θιασώτη των λουτροπηγών του εξωφύλλου, θα αισθανθεί μέλος κι αυτός της εφήμερης θεατρικής ομάδας και μέσω της απολαυστικής, υπαινικτικής γραφής του Ξανθούλη, θα συνοδοιπορήσει μαζί της τόσο στον γεωγραφικό ελλαδικό χώρο, όσο και στον χρόνο που την «αφάνισε».