«Τα σύνορα της δικής μου πατρίδας

Απέχουν δυο βήματα από τον ουρανό»

 

Τέσσερις ποιητικές συλλογές σε μία έκδοση-σύνθεση, με 200 συνολικά ποιήματα σε τέσσερις υποενότητες (Ο εισπράκτορας, Υπόθεση εργασίας, Προσεχώς, Αναλγητικό), είναι η πρόσφατη ποιητική κατάθεση του Γιώργου Γκανέλη.

O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» (2012), «Ο σκοπευτής της μνήμης» (2013), «Χρεοκοπία ιδεών» (2014) και «Εκτός εαυτού» (2015), όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής. Πολλά ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Επίσης ανθολογείται στο «Ποιητικό Ημερολόγιο» των ετών 2013-2016.

Ποτέ δεν είναι εύκολο να παρουσιάζεις μια ποιητική συλλογή γραπτώς γιατί η ποίηση είναι κυρίως φωνή, αίσθημα, ατμόσφαιρα, ψυχική θερμοκρασία.  Όμως νομίζω ότι μπορείς να μεταφέρεις, σε ένα βαθμό, πώς σε έκανε να αισθανθείς, το «νήμα» εκείνο που σε ένωσε με τον δημιουργό καθώς διάβαζες και άκουγες στο μυαλό σου και την καρδιά σου τα ποιήματά του. Και όσον αφορά στα τέσσερα στοιχεία που ανέφερα πιο πάνω, η φωνή του Γιώργου Γκανέλη εδώ είναι σιγανή, μπορεί και ένα ελάχιστο πάνω από μια ηχηρή σιωπή, το αίσθημα της ποίησής του είναι βαθύ και εσωτερικό, η ατμόσφαιρα δίνει την αίσθηση ενός μακρινού, παγωμένου τόπου, και η ψυχική της θερμοκρασία το επιβεβαιώνει αυτό, όπως και ο τίτλος: Υπό το μηδέν.

Ποιος είναι αυτός ο τόπος όμως, αυτή η πατρίδα δυο βήματα από τον ουρανό, από όπου φτάνει σε μας η ποιητική του φωνή; Ο ποιητής ως μια φιγούρα που στέκει μέσα αλλά ταυτόχρονα ξέχωρα από την καθημερινή βιοτή, παρατηρεί, καταγράφει, αφηγείται τα όσα συμβαίνουν εντός του και γύρω του, από αυτήν την «παγωμένη» πατρίδα: έναν μη-τόπο όπου ζουν οι νεκροί. Και ο ποιητής είναι εκείνος που αν και ζωντανός ζει μαζί τους – και την αγαπά αυτή την οδυνηρή πατρίδα, είναι φανερό.

Ο Γιώργος Γκανέλης γράφει πολύ καλή ποίηση, αυτό είναι επίσης καταφανές ακόμα και στην πρώτη ανάγνωση, που ποτέ δεν αρκεί φυσικά σε ένα ποιητικό έργο. Οι λέξεις που επιλέγει, ή τον επιλέγουν, είναι σύμβολα τα οποία συνθέτουν εικόνες παράξενες, σουρεαλιστικές, οριακές, αλλά ταυτόχρονα οικείες αφού περιέχουν τεμαχισμένα, ανεστραμμένα, αλλά και μερικές φορές εντελώς διαυγή, κομμάτια ρεαλισμού ευθέως αναγνωρίσιμα από την πραγματικότητα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, ολοζώντανα και αιμάσσοντα.

Η συλλογή έχει σχεδόν τη μορφή ενός ποιητικού μυθιστορήματος, είναι μια σύνθεση, οπότε θα έλεγα ότι δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις κάποιο ποίημα από τα άλλα. Όμως επειδή πάντα κάτι υπάρχει που μας συγκινεί περισσότερο σε ορισμένα ποιήματα, θα καταγράψω εδώ το «Λίγο φως», τη «Φάτνη», το «Κάτω από το Μαξιλάρι», τα «Χαμένα Ποιήματα» και τους «Στρατιώτες», από όπου μεταφέρω τους καταληκτικούς στίχους, κλείνοντας αυτό το σημείωμα:

Πάντως το κορίτσι έμπαινε

Όλο και πιο βαθιά στο χώμα:

«Αφήστε με να κοιμηθώ

Ξυπνήστε με το φθινόπωρο

Όταν φύγουν οι στρατιώτες».