«Οτιδήποτε νέο βρίσκεται στα όρια του οπτικού μας πεδίου, μες στο σκοτάδι, κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα, οπότε τίποτα νέο δεν είναι ορατό, παρά μόνο υπό το φως των όσων γνωρίζουμε» (σελ. 369)

Ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου 2008, ένας άνδρας εμφανίζεται στην πόρτα του σπιτιού του (ανώνυμου) αφηγητή και της συζύγου του, στο νότιο Κένσινγκτον, στο Λονδίνο. Ο αφηγητής αναγνωρίζει τον Ζαφάρ, συμφοιτητή του άλλοτε στην Οξφόρδη, όπου σπούδασαν μαθηματικά. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι δύο νέοι είχαν κάποια επαφή καθώς είχαν ακολουθήσει λίγο πολύ μια παρόμοια πορεία: μετά τα μαθηματικά, τα χρηματοοικονομικά∙ μάλιστα ο Ζαφάρ είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη ενός «λαμπρού αν και μάλλον εκκεντρικού μάγου των χρηματοοικονομικών», όταν ο αφηγητής τον είχε συναντήσει στη Νέα Υόρκη, στη διάρκεια ενός σεμιναρίου για τη διαχείριση παραγώγων.

Οι δύο άνδρες μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: είναι και οι δυο Νοτιοασιάτες. Ενώ όμως ο Ζαφάρ έχει γεννηθεί σε μια φτωχή οικογένεια στο Μπανγκλαντές, έχει έρθει σε παιδική ηλικία με τους μετανάστες γονείς του στο Λονδίνο και σπούδασε στην Οξφόρδη με υποτροφία, ο φίλος του έχει γεννηθεί στο Πρίνστον, όπου σπούδαζε ο πατέρας του, μετέπειτα καθηγητής φυσικής στην Οξφόρδη, και προέρχεται, από την πλευρά και των δύο γονιών του, από εύπορες οικογένειες του Πακιστάν: ο ένας παππούς του ήταν διπλωμάτης, ο άλλος (που ζει ακόμη) επιχειρηματίας με διεθνείς δραστηριότητες και επιρροή. Ο αφηγητής είναι παντρεμένος με τη Μίνα, επίσης από το Πακιστάν, όμως ο γάμος του καταρρέει∙ ο Ζαφάρ είναι μαζί (;) με την Έμιλυ, γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας, που τελευταία ασχολείται με αναπτυξιακά προγράμματα σε τρίτες χώρες. Μετά τα μαθηματικά ο Ζαφάρ σπούδασε νομικά, όπου διέπρεψε και πάλι. Όπως κι ο συγγραφέας, εξάλλου, ο Ζία Χάιντερ Ράχμαν, που γεννήθηκε σε μια αγροτική περιοχή του Μπανγκλαντές, μεγάλωσε στη Βρετανία σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, έκανε λαμπρές σπουδές (Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Μόναχο και Γέηλ), εργάστηκε ως ανώτερο στέλεχος στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σήμερα είναι δικηγόρος με αντικείμενο δραστηριότητας τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο.

Η ιστορία του Ζαφάρ ξεδιπλώνεται αποσπασματικά, όχι γραμμικά στον χρόνο, με συχνές παρεκβάσεις μέσα από τις ηχογραφήσεις των συνομιλιών των δύο ανδρών (χωρίς, ωστόσο, διακριτικά σημεία στίξης, όπως λ.χ. τα εισαγωγικά), τα σημειωματάρια του Ζαφάρ και, λιγότερο, τη διήγηση του αφηγητή. Στοιχεία που αφορούν γεγονότα της  ζωής του Ζαφάρ και ιδίως το πού βρίσκεται και με τι ασχολείται τώρα, παραμένουν μέχρι το τέλος αδιευκρίνιστα – το επεισόδιο στο Αφγανιστάν μοιάζει να εξυπηρετεί απλώς τον συγγραφέα για να κινήσει σε διαφορετικά σημεία την πλοκή. Αντίθετα, η προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα, όπως και του αφηγητή, φωτίζονται αρκετά∙ ωστόσο, δεν μοιάζει να είναι αυτό το ζητούμενο. Κάθε πολυσέλιδο κεφάλαιο ξεκινά όχι με ένα αλλά με δύο, τρία ή και περισσότερα μότο και θα μπορούσε να αποτελεί ένα μυθιστόρημα από μόνο του: τέτοια είναι η πυκνότητα της σκέψης, των νοημάτων.

Το παράθεμα στην αρχή του κειμένου προέρχεται από το κεφάλαιο 12, όπου ο αφηγητής προσπαθεί, επιστρατεύοντας διάφορα «λογικά» επιχειρήματα, να πείσει τον Ζαφάρ να αποτυπώσει στο χαρτί την ιστορία του∙ φυσικά, εκείνος αντιστέκεται.  Έχει προηγηθεί αναφορά του κεντρικού ήρωα στη συμβουλή του μεγάλου συγγραφέα Β. Σ. Νάιπολ (1932-2018) στον ομότεχνό του Πολ Θερού (1941-): «Οφείλεις να πεις την αλήθεια» – στην προσπάθεια ίσως να εξηγήσει γιατί δεν γράφει ο ίδιος την ιστορία του. Κι όμως, ακολουθεί ένα κεφάλαιο το οποίο θα μπορούσε όντως να έχει γράψει: είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Θα μπορούσε να είναι μια μεταφορά, όμως η μεταφορά δεν μας κάνει να πλησιάσουμε περισσότερο κάτι, μας λέει ο συγγραφέας .

Επομένως, η ιστορία του Ζαφάρ είναι και μια εξομολόγηση. Το γιατί θα το ανακαλύψει ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου, μαζί με την προσωπική ιστορία του Ζαφάρ (και την εμπλοκή του αφηγητή σε αυτήν), που εξηγεί την επιθυμία του να γίνει αποδεκτός από μια κοινωνία τόσο ταξική τόσο ταξική όσο η βρετανική (αλλά και ποια κοινωνία δεν είναι ταξική, εντέλει;). Πιο ουσιώδης, ωστόσο, μας φαίνεται η αγωνιώδης προσπάθειά του να κατανοήσει την αλήθεια των πραγμάτων, του ανθρώπου, του κόσμου μέσα από την εμμονική σχεδόν επιδίωξη της γνώσης και την υποβολή του εαυτού σε μια προσωπική βάσανο που φθάνει και ξεπερνά τα όρια της αντοχής.

Η συνύπαρξη του Ανδρέα Μιχαηλίδη στη μετάφραση και της Άννας Μαραγκάκη στην επιμέλεια, στην οποία συνεργάστηκε η Ελένη Κοσμά, είχε, κατά τη γνώμη μας, εξαιρετικά αποτελέσματα.