Κινηματογραφικός σουρεαλισμός λατινοαμερικάνικου τύπου, όπως εμφανίζεται στην ισπανόφωνη λογοτεχνία της αμερικανικής ηπείρου. Λογοτεχνία φυγής, αλλά κι αποκαθηλωτική εικονολατρεία της περίφημης «αλλοτρίωσης» που βιώνουν οι έφηβοι πριν καταλαγιάσουν και συμβιβαστούν με το «επάρατο» σύστημα των «μεγάλων» και καταλάβουν ότι ήταν, εν τέλει, «επαναστάτες χωρίς αιτία», αποφασίζοντας επιτέλους να ισορροπήσουν αποδεχόμενοι μία κοινωνική θέση κάτω από τον σκοτεινό και μαύρο ήλιο της Κρίσης. Υποδυόμενοι ρόλους όσο καλύτερα μπορούν και δύνανται σε αυτό το φρενιτικό αυτοσχεδιαστικό παιχνίδι χωρίς συγγραφέα και χωρίς σκηνοθέτη, τα πρόσωπα των σημερινών τριαντάρηδων αναζητούν εναγωνίως μια θέση κάτω από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης προκειμένου να δημιουργήσουν τον δικό τους κόσμο, που θα είναι σαφώς καλύτερος από εκείνον που τους παρέδωσαν οι γονείς τους… για να κατηγορηθούν αμέσως μετά από τα δικά τους τέκνα για το περίφημο «χάσμα γενεών» που δεν βλέπουμε να ρηχαίνει, πόσω μάλλον να κλείνει…

Αυτές οι σκέψεις μού γεννήθηκαν μελετώντας με προσοχή και πνευματική αγάπη την πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Γκόλτσιου, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1984, σπούδασε Ιστορία κι Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρωτοδημοσίευσε ποίηση το 2000 σε ηλικία 16 ετών.

Όμως ας την ακούσουμε:

Η χαίτη του Δ.

Ο Δ. λούζει εδώ και μήνες τα μαλλιά του με ένα σκεύασμα

που τα μακραίνει εξαιρετικά.

Τώρα είναι τέσσερα μέτρα περίπου

και συνεχίζουν να αυξάνουν διαρκώς.

Ο Δ. έχει πάντοτε μαζί του κάποιον Β.

–αν θυμάμαι καλά–

που τον βοηθά στις μετακινήσεις του κρατώντας του τη χαίτη.

Σαν γέρικες χελώνες 28 ετών

γυρίζουν κυκλικά την πόλη κάθε απόγευμα

επιβεβαιώνοντας πως δύσκολα ταράζεται η ταριχευμένη ηρεμία

στα μετόπισθεν της επαρχίας (σελ. 14). 

Έκδηλος υπερ-ρεαλισμός καφκικού παράλογου. Η καρυωτακική Πολυδούρη συναντάει τον Μαγιακόφσκι. Έκδηλο το θεατρικό στοιχείο.

Το γεύμα

Φάγαμε ό,τι περίσσεψε από το πρώτο γεύμα.

Το τραπέζι ήταν μεγάλο και οι καλεσμένοι εκλεκτοί.

Όταν άνοιξα την περιτέχνως διπλωμένη χαρτοπετσέτα

Δίπλα απ’ το μαχαίρι μου,

Βρήκα τις στιγμές που είχα χάσει

Τα προηγούμενα λεπτά.

Ξαφνικά ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν.

Θέλησα κάπου να καθίσω

Όμως οι καναπέδες στο σαλόνι είχαν πόδια

Και μετακινούνταν τα δωμάτια.

Εξάλλου ήταν ήδη αργά

Και ο οικοδεσπότης έπρεπε να αποσυρθεί.

Το ασανσέρ με μετέφερε στο άπειρο.

Απ’ τα φρεάτια των υπονόμων

Περισυνέλεξα τα όνειρά μου (σελ. 32)

Πολύ κοντά στο «θέατρο του παράλογου» με βαλκανική χροιά, η μετέφηβη ποιητική φωνή αντί να μιλήσει για τον εύλογο φόβο της αλλοτρίωσης επιλέγει να μιλήσει πίσω από προσωπείον καβαφικού γέροντος που μετανιώνει για τις «στιγμές που είχε χάσει, τα προηγούμενα λεπτά», λες και τα αμέσως επόμενα λεπτά θα εξακτινωθεί, θα εξαφανιστεί από το υλικό πεδίο. Εδώ αγγίζει τα όρια της «λογοτεχνίας φυγής»… απολύτως φυσιολογικό για μια νεαρά ποιήτρια που ζει κι αναπνέει μέσα σε αυτή τη ζοφερή πολιτισμική Κρίση.

Και καταλήγει κάπως ηρωικά:

Here, alive

Ισορροπήσαμε.

Δεν ξέρουμε πώς και γιατί

όμως ισορροπήσαμε.

Μέσα σ’ αυτήν την κατεδάφιση,

την καθίζηση την ολική.

Έπειτα κοιτάξαμε προσεκτικά στον καθρέφτη

να δούμε εάν αναγνωρίζουμε το είδωλο,

καθαρίσαμε με προσοχή τα παπούτσια μας

διαλέξαμε μια διαδρομή.

Ακροβάτες πλέον

με δαρμένους φόβους

ρυθμικούς παλμούς

εκπαιδευμένα μάτια

βγαίναμε πάλι στο κυνήγι

με τις πληγές μας ανοιχτές

τα ξυράφια όλα στη θέση τους

σε τούτο το νταμάρι

το ξέφραγο

που βράδυ-πρωί το περπατούν

τράγοι δρεπανηφόροι.

Η φιλολογική της κατάρτιση κάνει την ιδιόλεκτό της εύπλαστη και την έκφρασή της καθάρια, κρυστάλλινη. Επιτέλους, γιατί πήξαμε στη δήθεν μοντέρνα-μετα-μετα-μοντέρνα επιτηδευμένη σκοτεινιά-ασάφεια και θόλωση του κοινωνουμένου νοήματος!

Ενσωμάτωση, ένταξη, αφομοίωση, ανάληψη κοινωνικών ευθυνών, αποδοχή οικονομικού ρόλου, μαχητική εφόρμηση στο πνευματικό γίγνεσθαι. Η Ειρήνη Γκόλτσιου είναι μια υγιής ποιητική φωνή που εμπλουτίζει την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» με τη διάκριση της αθώας ματιάς της. Ας την καλωσορίσουμε κι ας περιμένουμε την επόμενη ποιητική της συγκομιδή.