Υπεραιχμή, υπερταχεία, υπερλογοτεχνία
Προσοχή, ανάπαυση και τάχιστα υπόκλιση στον συγγραφέα που ανήκει σε μια ιδιαίτερη κατηγορία γραφιάδων που συγκαταριθμεί μόλις ένα άτομο: τον Τόμας Πίντσον. Τον κλασικό ΕΕ (Εικαστικό Εικονοκλάστη) της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή, τέλος πάντων, τον άνθρωπο που μπορεί να τον δεις να ξεπηδάει μέσα από έναν πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ ή από μια εγκατάσταση του Μπρους Νάουμαν. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με λογοτεχνία (λέξη λέξη, παράγραφο παράγραφο), αλλά με μια εννοιολογική και επιτελεστική άποψη για την κουλτούρα, την τέχνη, την πολιτική, την κοινωνιολογία και τη γραφή. Με τέτοιο δραστικό τρόπο, που στο τέλος το όλον να είναι (και όχι να μοιάζει) ένα εξωαισθητικό αρχιτεκτόνημα που κατά παράβαση κάθε παραδεδεγμένης λογικής και αισθητικής, δημιουργεί εξαρχής έναν κόσμο που μέχρι να ξεκινήσει να τον γράφει δεν υπήρχε – τώρα, όμως, είναι εδώ: υπαρκτός και σπινθηροβόλος.
Αυτή τη φορά δεν έχουμε μια ακόμη παραβολή του hippie style της δεκαετίας του ’60, κάπου στην Καλιφόρνια (μια προσφιλής θεματική του), αλλά την εκδοχή του Πίντσον για το σήμερα, για την ημέρα που άλλαξε ο κόσμος, την 11η Σεπτεμβρίου, τις εταιρείες υπεραιχμής, τη φούσκα των τραστ της πληροφορικής στη Σίλικον Βάλεϊ, τα σκούρα βάθη ενός υπόγειου δικτύου στο Ίντερνετ όπου ως άλλοι Ιντιάνα Τζόουνς οι λογής junkies –Μπαροουζικής υφής– καταβυθίζονται σε μια σουρεαλιστική παράνοια.
Κεντρικός ήρωας της «Υπεραιχμής» είναι η Μαξίν Τάρνοου. Μια γυναίκα που μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα σε ταπεινά οικογενειακά ζητήματα (δύο παιδιά, ένας άνδρας που φεύγει και έρχεται) και τη δουλειά της που είναι ολίγον παράδοξη: «τρέχει» ένα μικρό γραφείο ερευνών στο Μανχάταν που κυνηγάει «αφρόψαρα». Ήτοι: πάσης φύσεως μικροαπατεώνες. Μια φιγούρα που έχει κάτι από τον Ντοκ Κοστέλο του «Έμφυτου Ελαττώματος» (2009) και γίνεται άμεσα προσφιλής ακόμα και όταν καταγίνεται με τρέχοντα ζητήματα των γιων της, του αλλόκοτου άνδρα της και των κρυφών ερώτων ης (ε, κάνει κάτι ξεγυρισμένα one night stand). Ως άλλη… Φίλιπ Μάρλοου θα αρχίσει να ξεψαχνίζει τις υποθέσεις του πολύπλαγκτου Γκάμπριελ Άις, του «κακού» της υπόθεσης, ενός αριβίστα δισεκατομμυριούχου που βρίσκεται πίσω από μια εκτεταμένη προσπάθεια επικυριαρχίας του δικτύου, αλλά και πίσω από πολλά άλλα –ανομολόγητα– πράγματα. Έτσι και αλλιώς στα μυθιστορήματα του Πίντσον υπάρχουν πάντα παράλληλες δράσεις, πρόσωπα που περνούν, χάνονται, επιστρέφουν, ζητήματα που αναφύονται εκεί που δεν το περιμένεις και άλλα που πέφτουν σε κατάσταση αναμονής, ενώ αναμένεις κάτι να συμβεί.
Εδώ συμβαίνουν κάμποσα: άλλωστε έχουμε να κάνουμε με μια στρατιά παράξενων ανθρώπων που παρελαύνουν από το μυθιστόρημα και τα οποία ο Πίντσον τοποθετεί στην ιστορία, αλλά και στον χωροχρόνο, με θαυμαστή μαεστρία. Μια ιδιότυπη πανίδα που κινείται στους δρόμους της Νέας Υόρκης (πριν από και μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου), αλλά και στο Deep Archer, το βαθύ δίκτυο που λειτουργεί ως άλλος κόσμος, παράλληλος με τον επίγειο. Η Μαξίν εισέρχεται στο δαντικό σύμπαν με γυμνά χέρια και με μόνο εξοπλισμό το μυαλό και τη διαίσθησή της και τότε καταλαβαίνει πως τα πράγματα είναι κομμάτι σκούρα.
Σε αντίθεση με τα φυγόκεντρα «Ενάντια στην Ημέρα» και «Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας», η «Υπεραιχμή» διαβάζεται με τους ρυθμούς του «Vineland» και του «Έμφυτου Ελαττώματος». Δηλαδή μπορεί να αναγνωστεί και από κάποιον αμύητο στις λαβυρινθώδεις κατασκευές του Πίντσον. Και βέβαια δεν ξεχνάμε πως οι ήρωές του και στις πιο δύσκολες στιγμές τους δεν διστάζουν να το ρίξουν στο τραγούδι (από χιπ χοπ έως κάντρι και από φολκ έως το πιο πειραματικό ροκ) με τους στίχους, έτσι όπως παρατίθενται, να αποτελούν ένα ενδιάμεσο δρώμενο. Επίσης πετούν ατάκες ατόφιου χιούμορ, τρώνε τα πάντα (από τσιπς με φύκια μέχρι γκουρμέ πιάτα για ιδιαίτερα στομάχια) και όλοι μαζί φτιάχνουν έναν κόσμο γκροτέσκο, δραματικό, οριακό, μεταστοιχειωμένο.
Ο Πίντσον, στα 76 του, εξακολουθεί να είναι ένας εξαφανισμένος συγγραφέας. Στοιχεία του βίου του υπάρχουν ελάχιστα, οι φωτογραφίες του μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, συνεντεύξεις δεν δίνει, παρουσιάσεις δεν κάνει – ουδείς γνωρίζει πώς είναι, πού ζει και με τι άλλο καταγίνεται. Γράφει, όμως, με τέτοιο πυρετικό τρόπο που σε πείθει πως γράφει για το διαρκές «τώρα».
Στην «Υπεραιχμή», ένα βαθύτατα πολιτικό βιβλίο, οι έννοιες του κυβερνοχώρου, του μπαλονιού των εταιρειών πληροφορικής που έσκασε με πάταγο στις ΗΠΑ, του εικονικού κόσμου του Ίντερνετ και των παντοειδών συνωμοσιών που συμβαίνουν σε ένα βαθύ δίκτυο, λειτουργούν ως ένα έξοχο προσχέδιο που θα χρησιμοποιηθεί από τον Πίντσον για να πει, ουσιαστικά, τα δικά του με τον τρόπο που ξέρει. Από το νουάρ, το αστικό γουέστερν, την επιστημονική φαντασία, τη μεταμοντέρνα εκδοχή ενός ψηφιακού Γκιούλιβερ, την παραμυθία, την ποπ κουλτούρα, τα κόμιξ, την πολιτική, την τεχνολογία και κάμποσες άλλες αφετηρίες, ο Πίντσον φτιάχνει το patchwork του 21ου αιώνα στο όριο των λέξεων και των νοημάτων.
Για τη μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά: η ταύτισή του με τον Πίντσον είναι τέτοια, που δεν μπορείς να φανταστείς άλλον άνθρωπο να παίρνει το πρωτότυπο κείμενο και να το μεταχειρίζεται με καλύτερο τρόπο.