Με τη γλυκύτητα του ανθρώπου όταν δεν επιδιώκει τίποτα πέρα από το να μεταδώσει τη θετική ενέργεια της αγάπης και να τιμήσει τη φιλότητα η πολύπειρη συγγραφέας και η πολυτάλαντη δημοσιογράφος Ελένη Γκίκα, δεξιοτέχνις του λόγου που εκφέρεται για να ακουστεί, επιμένει με προφορικότητα που αγγίζει την ουσιαστική απλότητα να φιλοσοφεί για τα βασικά θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο μέσα από παραδείγματα. Σύντομες ιστορίες αλλά διόλου «μικρές», αντλημένες από τη δεξαμενή της ατέλειωτης παιδικής ηλικίας, ειδικά όταν είναι συνυφασμένη με τις εποχές και τη βαθιά γνώση που μόνο η Φύση μπορεί να σου μεταλαμπαδεύσει, δίνουν στον αναγνώστη-θεατή μία πανοραμική αίσθηση της περιοχής του Κορωπίου πριν αλλοτριωθεί και θυσιαστεί στον βωμό του κέρδους. Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη το βιβλίο λειτουργεί σαν φιλολογικό μνημόσυνο ζώντων και τεθνεώτων: Α. Οι Κυριακές του μπαμπά, Β. Οι Δευτέρες της μάνας μου, Γ. Οι Μεγάλες Παρασκευές μου, Δ. Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά. Και δεν είναι ο Θάνατος ο κεντρικός ήρωας. Μήτε ο Έρωτας πρωταγωνιστής, αλλά η ζωή, εκείνη που μας διαφεύγει καθημερινώς και κατοικοεδρεύει σε λεπτομέρειες, δοξάζεται με γεύσεις και οσμές, απελπισίες και προσδοκίες, πίκρες και χαρές και στο τέλος μένει εκείνη η αδήριτη ανάγκη της μέλισσας να μεταβολίσει το νέκταρ σε μέλι, αλλιώς πάντα κάτι μένει ημιτελές κι η χαρμολύπη απειλεί να μας καταβροχθίσει στην αναπόδραστη χωροχρονική της σήραγγα. Αναγκάζομαι να μιλώ με όρους επιστημονικούς για αφηγήματα τόσο λιτά που αγγίζουν το απόλυτο ύψος της καθαρής ποίησης κι ας είναι σε πεζή μορφή διατυπωμένα. Ο ρυθμός υπερισχύει κι είναι χορευτικός, ακριβώς όπως πρέπει να είναι στην ποίηση που σέβεται τον εαυτό της. Η Ελένη Γκίκα έχει διαβάσει και γράψει τόσο πολύ [με αυτή τη σειρά] που πάλλεται η ψυχούλα της κάθε φορά που αγγίζει τα πλήκτρα και το χαρτί. Κι είναι ακριβώς αυτός ο εσωτερικός σπαραγμός που διαπερνά την ακτινοβολούσα επιφάνεια της γαλήνης και διαπερνά τα τύμπανα και τις αισθητήριες μεμβράνες του αποδέκτη έτσι ώστε να ολοκληρώνεται το νόημα εντός του και να ωριμάζει, ακριβώς όπως ζυμώνεται η μαυροδάφνη στα παλιά δρύινα βαρέλια. Ναι, είναι γλυκύς ο λόγος, ηδυσμένος, ο άνθρωπος καταδεικνύεται «φύσει καλός» κι η απόλυτη μοναξιά του ομιλούντος δεν ερωτοτροπεί με το παράλογο και την τρέλα μόνο και μόνο επειδή είναι αισθητηριακός, «γειωμένος», δίχως ίχνος μεταφυσικής (αδιόρατης έστω). Πολλοί έγραψαν και γράφουν για την παιδική τους ηλικία, για τις αλάνες, για τα αμπέλια, τους μπαξέδες και τα λουλούδια που μύριζαν αλλιώς τότε, όμως κανείς δεν επιτυγχάνει τόσο αποτελεσματικά την πολυπόθητη απλότητα που δεν είναι μίμηση της παιδικής συνειδήσεως αλλά ουσιαστικός λόγος ενήλικος ωρίμου, μεστωμένου με τα χρόνια σε μια ασπαίρουσα μαρμάρινη εκπαγλότητα. Αυτή την αίσθηση μου δίνει η ανάγνωση αυτών των μικροκοσμημάτων της Ελένης Γκίκα: παλλόμενα γλυπτά μιας μνήμης ακοίμητης, αντίδοτα και ξόρκια για τη λήθη που δεν θα έλθει ποτέ, γιατί αποφεύγει εκείνη η στυγνή ό,τι δεν λιώνει με το πρώτο άγγιγμα του ήλιου. Η γραφή είναι φως και το φως είναι πληροφορία… Και μέσα από την προσωπική μας μαρτυρία καταθέτουμε μία ακόμα ψηφίδα στο πολύχρωμο ψηφιδωτό του κόσμου. Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε επεισοδιακά το 1959 στο Κορωπί. Επιβίωσε και αυτή κι η πολυαγαπημένη μανούλα της, που της αφιερώνει το ένα τέταρτο αυτού του βιβλίου. Μέσα από αυτή της την κατάθεση περνάει με τον «πλαστικό» τρόπο η χειρουργική ανατομία μιας ολόκληρης εποχής, ζησμένης και βιωμένης μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που τυχαίνει να είναι και γεννημένη ποιήτρια. «Από παιδί κι από …ποιητή μαθαίνεις την αλήθεια».
Ελένη Γκίκα, να συνεχίσεις να γράφεις με τη σεμνότητα, το ήθος και την αξιοπρεπή ανωτερότητα που σε διακρίνει.
Ένα βιβλίο-πρόσφορο σε μια αλλοδιαστασιακή λειτουργία όπου θρηνούν κι αγάλλονται επανενωμένες οι ψυχές μας.
Μερικοί συγγραφείς επιτυγχάνουν την παγκόσμια θρησκευτικότητα με απλά μέσα: μιλώντας απλώς για τη ζωή με αγνότητα και με το χέρι στην καρδιά. Η αθωότητα του γράφοντος δεν αποκλείει το ζοφερό από την υψηλή λογοτεχνία, βοηθάει όμως τον συνδημιουργικό αναγνώστη να αντέξει τη ζωή του. Ομοιοπαθητική. Τελικά, ο άνθρωπος είναι «φύσει καλός» για την Ελένη Γκίκα. Όπως και η ίδια.
Μέσα από αυτά τα αφηγήματα –στρογγυλευμένα βότσαλα– η Ελλάδα των τελευταίων εξήντα χρόνων γλείφει τις πληγές της, σαν αδέσποτο σκυλί που δεν αντέχει τα παράσιτα. Κι η ζήλεια-ψώρα εξουδετερώνεται από την έμφυτη καλοσύνη και την ανιδιοτελή ευγένεια. Η αγωγή που παίρνουμε από το σπίτι και την οικογένεια είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα. Κι η Ελένη Γκίκα ήταν –ως φαίνεται– τυχερή, αφού νιώθει την ανάγκη να τιμήσει τους γονείς, τους γειτόνους και τους φίλους της με αυτό το βιβλίο-τάμα, ανάθημα στον βωμό της Αλήθειας που είναι πάντα η δίδυμη αδελφή της Ελευθερίας.
Από τεχνικής πλευράς, ποιητές και πεζογράφοι θα πρέπει να σκύψουν πάνω σε αυτό το πετράδι και να μελετήσουν τις λεπτομέρειες της «κοπής» του.