Θα μπορούσε να είχε για τίτλο «Οι συμμαθήτριες», όπως ήταν ο τίτλος της έκθεσης και των έργων της Τζούλιας. Εξάλλου εκείνη η μαγική και μαγεμένη για τη ζωή και από τη ζωή «ιδιότυπη γοητευτική συμμορία» λειτουργεί για το σύνολό της ως «ο καθρέφτης του χρόνου». «Εγώ υπάρχω» ή «εκείνα έγιναν» επειδή-τα -βλέπω-στα-μάτια-σου.

Θα μπορούσε ακόμα να λέγεται και «η μητρική γλώσσα», θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και το παράδοξο «η πατρική γλώσσα», μια και εκείνος υπήρξε το τραύμα. Εκείνος; Ή η μητέρα που δεν το κατάλαβε, δεν τον πρόλαβε, φοβήθηκε να αντιμετωπίσει το πένθος της και το πληρώνει με αμνησία στο τέλος;

Εξάλλου όλα τα πιο βαθιά μας, τα μύχια, στη μητρική ή πατρική γλώσσα μας εκφράζονται: νανουρίσματα, προσευχές, ραβασάκια, όνειρα κι εφιάλτες, μοιρολόγια. Αλλά και οι εξομολογήσεις στις συνεδρίες του ψυχαναλυτή. Εκεί όπου η Τζούλια, η ζωγράφος της παρέας, που αξιώθηκε να δει το τραύμα ως δημιουργικό θαύμα, θα καταφύγει για να αντιμετωπίσει το παρελθόν: το αμάρτημα του πατρός της, δηλαδή την αιφνίδια αυτοκτονία του, την εγκατάλειψη της μητρός της, που την έστειλε στον Καναδά σε θείους για να σωθεί και για να τη σώσει, τον ξεχασμένο της εαυτό που τη στοιχειώνει.

Κι όμως όλα αρχίζουν σχεδόν δοξαστικά. Από τα καθοριστικά και εκθαμβωτικά γενέθλια των σαράντα. Οι έξι φίλες, η «ξενιτεμένη» και καταξιωμένη ζωγράφος Τζούλια, ο πυρήνας θα μπορούσε να πει κανείς, η τραγική ηρωίδα που τις σημάδεψε όλες με τη δική της μοιραία ζωή, η αστροφυσικός Αθηνά, το αγοροκόριτσο της παρέας που ακολούθησε τον Ισπανό καθηγητή της Ιγνάτιο στη Γαλλία, η αέρινη καλλονή Έμυ που αφέθηκε σ’ έναν συμβατικό έρωτα και προστατεύτηκε – κρύφτηκε είναι η ακριβής λέξη πίσω από τα κιλά, η πλασμένη για σταρ του σινεμά Καιτούλα που παντρεύτηκε «έναν μεγαλογιατρό πολλών γυναικών», όπως εύστοχα η συγγραφέας τον κατηγοριοποιεί, η Μαρία η φρόνιμη, καθηγήτρια της Φιλοσοφίας, που ξαφνικά ξετρελάθηκε μ’ έναν άντρα μικρότερό της και μοιάζει να θέλει να τινάξει στον αέρα στρωμένη ζωή, σύζυγο και παιδιά. Και η μικρόσωμη Νάνσυ, με την τρικυμιώδη νεότητα και με την ακόμα πιο τρικυμιώδη κατάθλιψη, δικηγόρος εξαίρετη και σύζυγος με σκαμπανεβάσματα φοβερά και τρομερά.

Το ραντεβού των γενεθλίων στο Κεμπέκ θα διαθέτει έναν στιλιστικό όρο: ψηλά τακούνια. Εκείνα που σηματοδοτούν τις αναμνήσεις τους και τα χρόνια τους τα παιδικά. Όταν στερέωναν ξύλα στις σαγιονάρες τους για ν’ ακούν στο πλακόστρωτο εκείνο το εκμαυλιστικό τακ τακ τακ… Αλήθεια και ποια από μας δεν θυμάται εκείνο το θελκτικό τακ τακ τακ από τα τακούνια της μαμάς μας, ο μυστικός κήπος της θηλυκότητας στον οποίο δεν γίνεται, κάποια στιγμή θα εισβάλλαμε, ήταν προορισμένος και για μας.

Μετά τα γενέθλια, η συγγραφέας, ως πανεπόπτης θεός, παρακολουθεί και τις έξι: σκηνοθετώντας αριστοτεχνικά καθημερινότητα, αισθητική, διλήμματα, επιδιώξεις, επιθυμίες και ενοχές, συζυγική ζωή και δουλειά.

Με τρόπο άμεσο και γοητευτικά εικονοκλαστικό παρακολουθούμε τη ζωή της Τζούλιας. Με στήριγμα την αγάπη του συζύγου της, να ανοίγει σεντούκια και να διαβάζει ξεχασμένα κι αγνοημένα γράμματα, να αντιμετωπίζει μετωπικά εκείνο-που-υπήρξε-η-τραυματισμένη-ζωή της στο ντιβάνι ενός Έλληνα ψυχαναλυτή. Να ζωγραφίζει το παρελθόν της, από τις «Συμμαθήτριες» μέχρι τη «Γειτονιά» της και τελικά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου να επιστρέφει. Στο ανακαινισμένο της πατρικό και στην πατρίδα των παιδικών της χρόνων, να συναντά τη μάνα της και ό,τι αυτό σηματοδοτεί. Να ξαναδιαβάζει τον Καζαντζάκη του πατέρα της, να αποδέχεται τελικά και να κατανοεί.

Στο μεταξύ, η Νάνσυ παλεύει με την κατάθλιψη, με στήριγμα έναν σπουδαίο σύζυγο και φυσικά με τη Νομική. Η δουλειά μπορεί και να σου λύσει το υπαρξιακό σου, και στο βιβλίο της Ιουστίνης αυτό επαληθεύεται διαρκώς.

Η Μαρία, ξελογιασμένη από τον νεαρό Ιταλό, θα τη γλυτώσει χάρη στη συνετή της φύση, εξάλλου η φιλολογία είναι μεγάλη παρηγορία και συντροφιά.

Η αστροφυσικός Αθηνά θα ζήσει μια φυσιολογική συζυγική κρίση, θα αντιμετωπίσει τον θάνατο της μητέρας, θα επιστρέψει κάποια στιγμή κι αυτή με τον πόνο στα μάτια και στην ψυχή.

Η Εμούλα θα αντιμετωπίσει τα επιπλέον κιλά της, θα βάλει στόχους και θα ξαναγίνει η Έμυ η όμορφη, σχεδόν η Έμυ η καλλονή.

Αλλά και η Καίτη θα αναστηθεί αφού σταυρωθεί πρώτα μετά την υστερεκτομή. Θα σταθεί στα πόδια της, θα αντιμετωπίσει τη συζυγική απιστία με αξιοπρέπεια, θα ξαναβάλει το θέατρο και την όντως ζωή στη δική της ζωή.

Στο μεταξύ, τακούνια που έχουν γίνει πια μοκασίνια εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (λέγε με Νάνσυ), καιρικά φαινόμενα και αναμνήσεις, σε όλα τα επί μέρους κεφάλαια πρωταγωνιστούν. Έως εκείνο το δοξαστικό δεύτερο μέρος, όπου οι έξι φίλες θα επιστρέψουν και δεν θα διστάσουν να χορέψουν και να βαδίσουν ξυπόλυτες στην άμμο, πίσω στο νησί. Με όλα τα λάθη και τα πάθη και τα τραύματα, που πια έχουν γίνει νοσταλγία και ανάμνηση, δημιουργία, ζωή, η δική τους ζωή.

Μυθιστόρημα-ύμνος στη γυναικεία φιλία, δοκίμιο περί γάμου, με ψυχαναλυτικό βάθος όσον αφορά τις συζυγικές σχέσεις, μελέτη για την αναστάσιμη τέχνη, τη λυτρωτική δύναμη της δημιουργίας και η πορεία της ενηλικίωσης.

Φετίχ και κλειδί για τις αναμνήσεις αλλά και τις αλλαγές, τα παπούτσια. Δεκαπεντάποντα, δωδεκάποντα, μοκασίνια, πεντάποντα, σαγιονάρες με πρόσθετα τακουνάκια, εξάλλου αυτό που απομένει, τελικά, είμαστε εμείς: ξυπόλυτες στην άμμο ή και στα αγκάθια. Η ζωή είναι το θαύμα και το τραύμα, όπως το δει, τελικά, κανείς.

Εξαιρετικές στιγμές, η ελληνική ποίηση, η ελληνική πεζογραφία, η λατρεία του πατέρα για τον Καζαντζάκη, το ελληνικό τραγούδι, οι λέξεις που είναι βίωμα, σωτηρία και ο σταυρός μαζί.

Αναμφισβήτητα βιβλίο-κλειδί για τη γυναικεία φύση. Και για το αλλόκοτο εκείνο μαγικό «μαζί», για το ζευγάρι που ενίοτε μπορεί και να είναι η εκπλήρωση, η απόλυτη σιγουριά, η δύναμη στη ζωή. Για να εξερευνήσεις με δίχτυ ασφαλείας τον εαυτό σου τον άγνωστο. Ένα βιβλίο αποκαλυπτικό και γοητευτικό.