Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος στον πρόλογό του θέτει τα ερωτήματα  αν οι δημοσιογράφοι δικαιούνται να (δι) ερευνούν τα ιστορικά γεγονότα εισχωρώντας στα «χωράφια» των ιστορικών, ακόμα, όταν το επιχειρούν, αν μπορούν να προσφέρουν κάτι ουσιώδες στην ιστορική γνώση, και, τελικά, πότε ένα γεγονός γίνεται Ιστορία και επομένως πότε περνά από τη δικαιοδοσία του δημοσιογράφου σε αυτήν του ιστορικού. Γόνιμος ο προβληματισμός του, οδηγεί υποχρεωτικά σε παντοειδείς απαντήσεις, ουσιαστικά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για  «υπόθεση εργασίας».

O δημοσιογράφος γίνεται αυτόπτης μάρτυρας, που με τη φυσική του παρουσία συλλαμβάνει την αλήθεια του γεγονότος. Παρακολουθεί το γεγονός για λογαριασμό των αναγνωστών, βλέπει αντί γι’ αυτούς, εξασφαλίζοντας για τους αναγνώστες όχι μόνο τη συμμετοχή τους στο γεγονός, αλλά και τη συμμετοχή τους στη συγκίνηση που εκείνο προκαλεί. Η δημοσιογραφική αφήγηση βοηθά τον αναγνώστη να ερμηνεύσει τη δική του εμπειρία ως μέρος της συλλογικής εμπειρίας της ευρύτερης κοινότητας στην οποία αισθάνεται ότι ανήκει.

Τουλάχιστον έως τα τέλη του 19ου αιώνα η δημοσιογραφία δεν ήταν επάγγελμα. Οι δημοσιογράφοι χάνονται μέσα στην ταυτότητα του συγγραφέα, και οι συγγραφείς μέσα στην ακαθόριστη ταυτότητα του δημοσιογράφου. Με το ρεπορτάζ γεννιέται ένα νέο είδος δημοσιογράφου, ο ρεπόρτερ. Η λέξη ρεπόρτερ θα εμφανισθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην εφημερίδα «Εφημερίς» (28.8.1890) σε μια ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη με θέμα τη μεγάλη πυρκαγιά που είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την πόλη. Για ένα μεγάλο διάστημα, προνομιακός χώρος της αφήγησης θα είναι το αστυνομικό δελτίο, εκεί όπου καταγράφεται η δραματική όψη της καθημερινότητας και δημιουργούνται θέματα που προσφέρονται για τη δημοσιογραφική αφήγηση. Αργότερα η αφηγηματική λειτουργία του Τύπου θα ενισχυθεί από την πολεμική επικαιρότητα, η οποία δεν θα είναι μια απλή καταγραφή των επιχειρήσεων στα μέτωπα ή των ανθρώπινων ιστοριών που εκτυλίσσονται στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, αλλά θα συμβάλει στην ανάδειξη του δημοσιογράφου σε ιστοριογράφο, σε αρχειοθέτη και σε μάρτυρα.

Το βιβλίο του Ράγκου υπό τον τίτλο «Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα» περιλαμβάνει τριάντα ρεπορτάζ για ποικιλόμορφα και εν πολλοίς αδιερεύνητα πολιτικά, διπλωματικά, στρατιωτικά και κοινωνικά περιστατικά της νεότερης ελληνικής ιστορίας, –της περιόδου 1802-1976– τα οποία στην εποχή τους προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, όμως στη ροή του ιστορικού χρόνου τα περισσότερα παραμερίστηκαν από τα μείζονα γεγονότα της περιόδου και εν τέλει «υποβαθμίστηκαν» στο επίπεδο των βιβλιογραφικών υποσημειώσεων ή καταχωρήθηκαν στο πεδίο της μικροϊστορίας. Από τον λόρδο Έλγιν και το ναυάγιο του «Μέντορα» (1802-1805), τις πρώτες εκτελέσεις θανατοποινιτών στη νεότερη Ελλάδα (1830), έως το «Πραξικόπημα της πιτζάμας» (1975) και το «Νερό του Καματερού» (1976), τα «ρεπορτάζ» παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, ώστε αφενός από την ανάδυση του «γενικού», μέσω της διεξοδικής παρουσίασης του «ειδικού», ο αναγνώστης να διατηρήσει μια, έστω αδρή, αίσθηση των ιστορικών συνάψεων στην πορεία των γεγονότων, και αφετέρου να εικονογραφηθεί ευδιάκριτα το corpus των ιστορικών υποπεριόδων, στις οποίες εντάσσονται τα αναφερόμενα γεγονότα.

Η επιλογή των θεμάτων έγινε με δημοσιογραφικά κριτήρια και η προσέγγισή τους με τις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας: ύπαρξη πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας, αναζήτηση αξιόπιστων πηγών, διασταύρωση κάθε πληροφορίας, παροχή κατά το δυνατόν τεκμηριωμένων και ολοκληρωμένων απαντήσεων στα θεμελιώδη δημοσιογραφικά ερωτήματα: ποιος, τι, πού, πότε, πώς και γιατί.

Γλαφυρός στη γραφή, συναρπαστικός, χωρίς καταιγισμό παραθεμάτων από τον Τύπο της εποχής, ο Γιάννης Ράγκος καταθέτει, σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συναγωγή, εύληπτα, αδιερεύνητα ή εν πολλοίς ξεχασμένα περιστατικά της νεοελληνικής ιστορίας.