«Κατά τους έντεκα αιώνες που μεσολάβησαν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο έως τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο τρόπος ζωής του μέσου κατοίκου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας άλλαξε επανειλημμένα. Αυτό που παρέμεινε σταθερό, πάντως, ήταν η πεποίθηση του πολίτη ότι ανήκε στην πιο πολιτισμένη εκδοχή του ανθρώπινου είδους, όντας συνειδητά απόγονος των Ρωμαίων, συνειδητά ορθόδοξος χριστιανός, συνειδητά κληρονόμος του ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής καλαισθησίας» (σελ. 248).

Ο Βρετανός Σερ Στήβεν Ράνσιμαν (1903-2000) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του 20ού αιώνα. Ξεκίνησε να μαθαίνει ελληνικά, λατινικά και γαλλικά από την ηλικία των έξι ετών. Στα πλαίσια της μελέτης των πηγών της Μεσαιωνικής ιστορίας έμαθε αρκετές δυτικές γλώσσες, καθώς επίσης και τουρκικά, περσικά, εβραϊκά, αραβικά, συριακά, γεωργιανά και αρμένικα. Σπούδασε και αργότερα δίδαξε Ιστορία στο Τρίνιτι Κόλετζ του Κέμπριτζ. Δίδαξε Βυζαντινή Τέχνη και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Επισκεπτόταν πολύ συχνά την Αθήνα, τη Μονεμβασιά και το Άγιο Όρος, στο οποίο και βαφτίστηκε, λίγο πριν πεθάνει, ασπαζόμενος την Ορθοδοξία.

Το πνευματικό του έργο ουσιαστικά, τον ταύτισε με τη Βυζαντινή Ιστορία και χρίστηκε ιππότης από τη Βασίλισσα της Αγγλίας, ενώ τιμήθηκε και με το βραβείο Ωνάση. Το magnum opus του είναι το τρίτομο έργο «Ιστορία των Σταυροφοριών», το οποίο άσκησε καταλυτική επίδραση στην παγκόσμια ιστορική ακαδημαϊκή κοινότητα, κυρίως λόγω της αρνητικής στάσης του προς τους Σταυροφόρους και της αντίστοιχης ευνοϊκής προς τους μουσουλμάνους και τους Βυζαντινούς, αποκαλύπτοντας και καταδεικνύοντας τους πραγματικούς βαρβάρους.

Το κλασικό έργο «Βυζαντινός Πολιτισμός», το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1933, συνεχίζει να συναρπάζει και επανακυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα μετάφραση. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας προλογίζει, σκοπός του βιβλίου είναι να μεταδώσει στον αναγνώστη μια γενική εικόνα της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού και της ιστορίας της, σε μία εκτεταμένη χρονική περίοδο έντεκα αιώνων. Το Βυζάντιο ξετυλίγεται στα μάτια του αναγνωστικού κοινού σε όλες τις πτυχές του, διαμέσου της εξαιρετικής αφηγηματικής ικανότητας του συγγραφέα και της ευσύνοπτης και εισαγωγικής παρουσίασης του συνόλου των πεδίων που συνιστούν την Αυτοκρατορία. Αρωγός στη χαρισματικά απολαυστική γραφή καθίσταται η υποδιαίρεση του βιβλίου σε δώδεκα κεφάλαια, τα οποία εστιάζουν σε συγκεκριμένους τομείς του Βυζαντινού πολιτισμού.

«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί αιώνες είχε λειτουργήσει ως ανάχωμα της χριστιανικής Ευρώπης, είχε συμβάλει ώστε αρκετοί λαοί να υπερβούν το στάδιο της βαρβαρότητας, είχε εκπολιτίσει χώρες και έθνη. Επί σχεδόν έντεκα αιώνες η Κωνσταντινούπολη ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο φάρος του κόσμου… Η Κωνσταντινούπολη θα γινόταν στο εξής πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας βασισμένης στην ωμή βία, την αμάθεια, τη μεγαλοπρέπεια χωρίς αισθητική: της Οθωμανικής» (σελ. 413-414).

Το πανόραμα της Βυζαντινής Ιστορίας αρχίζει από την παρακμή του ρωμαϊκού κόσμου και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και ένα ιστορικό διάγραμμα έως την πτώση της. Στη συνέχεια η αφήγηση επικεντρώνεται στα στοιχεία που συνέβαλαν στη μακροημέρευση της Αυτοκρατορίας, όπως στους αυτοκρατορικούς νόμους και στο δικαιακό σύστημα. Ένας ακόμη πυλώνας ήταν η κρατική διοίκηση, ο τρόπος διακυβέρνησης, η φορολογία, η πολιτική οργάνωση και οι μεταρρυθμίσεις. Σημαντική αναφορά αποδίδεται στον ρόλο του κλήρου, της Εκκλησίας και του ορθόδοξου πνεύματος ευρύτερα. Βαρύνουσα σημασία στην πορεία του Βυζαντίου ανά τους αιώνες έχει ο στρατός, ο στόλος και οι διπλωματικοί ελιγμοί, όπως και το εμπόριο και η οικονομική δομή της κοινωνίας.

«Οι Τούρκοι ήταν λαός με πρωτόγονες εν πολλοίς συνήθειες, ποιμενικός και όχι γεωργικός, με επεκτατικές αλλά και καταστροφικές τάσεις. Όπου είχαν εγκατασταθεί, η γη είχε πάψει να καλλιεργείται, δρόμοι και υδραγωγεία καταστρέφονταν» (σελ. 71-72).

Ο αναγνώστης θα έρθει σε άμεση εξοικείωση με την αστική και την αγροτική ζωή των κατοίκων, την εκπαίδευση και τη μόρφωσή τους, καθώς και με τη βυζαντινή τέχνη και λογοτεχνία, όπως και με τις αλληλεπιδράσεις του Βυζαντίου με τους γειτονικούς αλλά και μακρινούς λαούς. Αυτό που κατορθώνει ο συγγραφέας με τόσο ανεπιτήδευτο λόγο και χωρίς ίχνος πομπώδους ύφους και δυσνόητων εννοιολογικών εκφράσεων, είναι ότι απευθύνεται στον ίδιο βαθμό τόσο στον αρχάριο και ενθουσιώδη αναγνώστη, ο οποίος έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όσο και στον εμβριθή μελετητή της, ο οποίος θα ανακαλύψει δεδομένα και χαρακτηριστικά του βυζαντινού πολιτισμού που είτε του είχαν διαφύγει, είτε δεν είχαν προσεγγιστεί μέχρι τώρα.

«Προφητείες γραμμένες σε κίονες και σε σοφά βιβλία μιλούσαν όλες για την ημέρα όπου δεν θα υπήρχε πια αυτοκράτορας. Για τις τελευταίες ημέρες της Βασιλεύουσας, για το τέλος του πολιτισμού» (σελ. 306).