«Αν ήξερα τη μουσική του Ορφέα, / της Δήμητρας την κόρη να μαγέψω με τραγούδια της ή ακόμη και τον άντρα της, / στον Άδη θα κατέβαινα ευθύς για να σε πάρω / κι ούτε του Πλούτωνα ο σκύλος ούτε ο Χάρος, των ψυχών ο περαματάρης, / δεν θα μπορούσαν να με σταματήσουν, / στο φως να μη σε φέρω για να ζήσεις» Ευριπίδης, Άλκηστις, 357-368.

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ. 405)

Ο Ιταλός συγγραφέας Luigi De Pascalis γεννήθηκε το 1943 στο Λαντσιάνο της κεντρικής Ιταλίας και κατοικεί στη Ρώμη. Έχει δημοσιεύσει πολλά διηγήματα και ανθολογίες. Κέρδισε δύο φορές το βραβείο Premio Italia για τη φανταστική λογοτεχνία και ήταν φιναλίστ για το βραβείο Camaiore. Εξέδωσε τη σειρά Le indagini di Caio Celso: Il Signore delle Furie Danzanti. La prima indagine di Caio Celso (2006), La dodicesima Sibilla. Un’indagine di Caio Celso (2009), Rosso Velabro (2010). Επίσης έχει κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματα: Come l’oro di Rimbaud. Un romanzo mediterraneo di Bedri Bekir (2005), Il labirinto dei Sarra (2010), La pazzia di Dio (2010) το οποίο ήταν φιναλίστ για το XIV Edition Parco Majella Prize και για το βραβείο Acqui Storia, Il nido della fenice (2012), La morte si muove nel buio (2013), Il mantello di porpora (2014), το εν λόγω Notturno bizantino, la lunga fine di un impero (2015) το οποίο ήταν υποψήφιο για το κορυφαίο λογοτεχνικό ιταλικό βραβείο Premio Strega το 2016 και κέρδισε το βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Acqui Storia το 2016, Volgograd. Storie di ordinaria periferia (2018) και Il sigillo di Caravaggio (2019). Τέλος, ο συγγραφέας έχει τιμηθεί με το βραβείο Carlo Lorenzini για την εικονογράφηση του γκράφικ νόβελ Πινόκιο (2011).

Κέρκυρα, ηλιοβασίλεμα, 12 Απριλίου 1508. Ο Ελληνοσέρβος υπερήλικας Λουκάς Πασχάλης (φανταστικό πρόσωπο), γιατρός και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από τον Μυστρά, αλλά γεννημένος στην Πόλη αφηγείται την παιδική του ηλικία στον Μυστρά, την ενηλικίωσή του στην Πόλη και το χρονικό των τελευταίων ημερών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της άλωσης της Βασιλεύουσας. Ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι η Πόλη έπεσε έπειτα από μία μακριά νύχτα που άρχισε το 1420 (συμπτωματικά έτος γέννησης του), με την άφιξη της Κλεόπα Μαλατέστα, μέλλουσας νύφης του δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου. Η νύχτα αυτή ολοκληρώθηκε στις 8 Ιουλίου του 1507, με τον θάνατο της Άννας, κόρης του τελευταίου μεγάλου δούκα του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά, προστατευόμενης του καρδινάλιου Ιωάννη Βασιλείου Βησσαρίωνος του Τραπεζούντιου, η οποία κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να στηρίξει την κουλτούρα των Ελλήνων προσφύγων στη Δύση. Η αφήγηση διαπερνάει την Κωνσταντινούπολη του 1420 και 1436-1453, τον Μυστρά του 1421-1437 και 1452, την Καλαμάτα του 1428, την Τραπεζούντα του 1451, και την Αδριανούπολη του 1451 και 1453. Κατά την αφήγηση όλων των σημαντικών ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε όλες αυτές τις τοποθεσίες, δεν παραλείπεται και το ερωτικό στοιχείο μεταξύ κεντρικών χαρακτήρων των βυζαντινών χρονικών όπως: του δεσπότη του Μορέως Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου και της Ιταλίδας πριγκίπισσας και δέσποινας του Μυστρά Κλεόπα Μαλατέστα, του γιατρού Ιερόθεου και της Ειρήνης, του Γενουάτη στρατιωτικού αρχηγού και πρωτοστράτορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Ιωάννη Λόγγου Ιουστινιάνη και της κόρης του τελευταίου Μεγάλου Δούκα του Βυζαντίου Άννας Νοταρά και του αφηγητή με τις δύο κόρες του πρωτογιατρού του δεσπότη του Μορέως, Θεοδώρα και Κλαρίς.

Το βιβλίο αποτελείται από τον πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση, τα τρία μέρη που χωρίζεται, τον επίλογο, τις ευχαριστίες, την παρουσίαση των κυρίων προσώπων του έργου και δύο σκαριφήματα της πολιορκημένης Πόλης κατά τον Απρίλιο και Μάιο του 1453 και της εγκάρσιας τομής των Θεοδοσιανών τειχών της Κωνσταντινούπολης. Το έργο αυτό, όμως, καταρχάς είναι ένα καλά τεκμηριωμένο ιστορικό μυθιστόρημα που θέλει να υπενθυμίσει στους αναγνώστες ότι κάθε γενιά έχει τη δική της Κωνσταντινούπολη την οποία οφείλει να υπερασπίζεται, και ότι αποφεύγοντας αυτή την ευθύνη οι συνέπειες είναι ανεπανόρθωτες. Είναι, όμως, και πολεμικό μυθιστόρημα, τεκμηριωμένο σχολαστικά με βάση έγγραφα και πηγές της εποχής, αλλά, συγχρόνως, και αισθηματικό, καθώς αφηγείται τον έρωτα ανάμεσα στους ήρωες κατά τους έσχατους καιρούς της Αυτοκρατορίας. Όσο πλησιάζει η τελική αναμέτρηση και το πάθος δυναμώνει και γίνεται πιο βίαιο, τα αισθήματα υπερέχουν στο έργο, επιδρούν καταλυτικά στα γεγονότα και γράφουν τη δική τους ιστορία: η απόγνωση της θυσίας των πολιορκημένων, που αναγκάζονται να πολεμούν άνισα με ισχυρότερους αντιπάλους, η γενναιότητα εκείνων που επιλέγουν τον θάνατο από τη φυγή, η μοιρολατρία όσων αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν διέξοδο και η νοσταλγία όσων επέζησαν διασκορπισμένοι σε όλη την Ευρώπη σαν τους σπόρους, που μολονότι πέφτουν μακριά από το δέντρο, είναι έτοιμοι να εισφέρουν νέους και απρόσμενους καρπούς (από τον πρόλογο του συγγραφέα). Το έργο εστιάζει στις περιπέτειες των πολιορκημένων και στη διασπορά των λιγοστών Βυζαντινών που επέζησαν από την πτώση της Αυτοκρατορίας. Επίσης αναφέρεται στον αργό θάνατο της τελευταίας και στην άλωση της Βασιλεύουσας το 1453 από τον φιλόδοξο, νεαρό (μόλις είκοσι ενός ετών) σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή.